Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Με ΜΑΤ, ακόμα και στρατιωτικές μονάδες, η κυβέρνηση "απαγόρευσε" επί της ουσίας τις διαδηλώσεις του λαού στις χθεσινές παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου. Παρ΄ όλα αυτά, σε δεκάδες πόλεις και δήμους, λαίκές συνελεύσεις, σωματεία και οργανώσεις διαδήλωσαν ενάντια στους εκπροσώπους της νέας φτώχειας και εξαθλίωσης του λαού. Ο λαός είπε ξανά το δικό του ΟΧΙ!


ΤΟ  ΜΝΗΜΟΝΙΟ  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ
(κομματική αναισχυντία με μανδύα φιλανθρωπίας)

Πανελλήνια εκστρατεία της ΟΝΝΕΔ, κεντρικά σχεδιασμένη αφού ξετυλίγεται σε 52 πόλεις της χώρας. Η πρωτοβουλία «ΣΤΗΡΙΖΩ» με σκοπό τη συγκέντρωση ειδών ρουχισμού «για να στηρίξουμε συνανθρώπους μας που αυτή την εποχή δοκιμάζονται», όπως μας πληροφορούν τα ανά την Ελλάδα σάιτ και μπλόγκ της ΟΝΝΕΔ.

Και από τι ακριβώς «δοκιμάζονται» αυτοί οι συνάνθρωποί μας, βρε καλά παιδιά; Μήπως από σεισμούς, καταποντισμούς, πλημμύρες, παγετούς ή άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα; Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, όχι. Κι εδώ που τα λέμε, θα ήταν ίσως προτιμότερο να τους είχε χτυπήσει κάποια θεομηνία –που έχει, συνήθως, και ημερομηνία λήξης- παρά η δίχως ορατό τέλος καταστροφική πολιτική της συγκυβέρνησης, της οποίας ηγείται ο πολιτικός σας φορέας.

Λοιπόν, πολύ ωραία τακτική! Αφού πρώτα ανοίγεις πυρ κατά βούληση ενάντια στο πλήθος, να στέλνεις την άλλη μέρα συλλυπητήρια και στεφάνια στις κηδείες των νεκρών! (φιλανθρωπία μαφιόζικου τύπου)
 Ένα ακόμη ερώτημα –ρητορικό μάλλον. Στις επόμενες εκλογές –όποτε αυτές γίνουν- θα διπλαρώσετε μήπως τους «συνανθρώπους μας που δοκιμάζονται» για να ψηφίσουν ξανά τους πολιτικούς σας πάτρωνες; Αυτούς ακριβώς που, μαζί με τους απαράμιλλους πράσινους, τους (μας) έφεραν σ’ αυτό το χάλι; Έτσι, για να συνεχιστεί η δοκιμασία τους (μας) και να μη σας λείψει η ευκαιρία για νέες, ασυναγώνιστες και διαρκείς πράξεις «φιλανθρωπίας»;

Κι ένας παραλληλισμός:  Αφού ο πρωθυπουργός – ενεργούμενο της τρόικας, κος Σαμαράς, δικαιούται να παραπέμπει σε στίχους Ελύτη και Ρίτσου –προσδίδοντας σε αυτούς τη δική του ερμηνευτική νότα, η οποία ηχεί σαν μακάβριο αστείο που το απευθύνει ο επικεφαλής εκτελεστικού αποσπάσματος στους μελλοθάνατους λίγο πριν διατάξει «πυρ»- γιατί να μην μπορεί και η ΟΝΝΕΔ να ασκήσει τα φιλανθρωπικά της αισθήματα πάνω στα πειραματόζωα της διπλής τρόικας (εξωτερικού – εσωτερικού);

ΤΟ  ΜΝΗΜΟΝΙΟ  ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ! (μεταξύ άλλων και κρυμμένα ταλέντα κομματικής φιλανθρωπίας)
                                                                                               



                                                                                                Αθανάσιος Μπόϊκος
                                                                                                 Σέρρες, 27-10-2012

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

«Πρόταση για το Εργατικό Κομμουνιστικό Πρόγραμμα της Εποχής μας»

Printer-friendly version
Στη μνήμη του Κώστα Τζιαντζή
Το 2003, ο Κώστας Τζιαντζής είχε επεξεργαστεί ένα ανέκδοτο κείμενο τριών σελίδων με τίτλο «Πρόταση για το Εργατικό Κομμουνιστικό Πρόγραμμα της Εποχής μας». Πίστευε  πως οι επαναστάτες, εξαιτίας και των επερχόμενων, δεν μπορούν παρά να διασχίσουν τη διαδρομή για το κομμουνιστικό κόμμα στο νέο αιώνα, με σπουδή και συλλογικότητα, με αυτοπεποίθηση και γνώση. Κάτω από τον τίτλο, με ψιλά γράμματα, υπήρχε η υποσημείωση: «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν παρελθόν... Ουίλιαμ Φόκνερ»
Tο νέο εργατικό κομμουνιστικό πρόγραμμα περιέχει δύο κατηγο­ρίες ζητημάτων που βρίσκονται σε ενότητα αλλά και σχετική αυτοτέλεια μεταξύ τους: Πρώτο, τη «βα­σική αντικειμενική αφετηρία» του και δεύτερο τη «βασική πολιτική του κατεύθυνση».
Η βασική αντικειμενική αφετηρία περιέχει την αναβαθμισμένη ιστορική υλιστική ερμη­νεία και πρακτική αξιοποίηση της νέας κατά­στασης της εποχής που ζούμε. Συμπεριλαμβά­νει επομένως τέσσερις διαλεκτικά αλ­ληλοσυνδεόμενες πλευρές στην ιστο­ρική και αντικειμενική τους εξέλιξη. Η πρώτη και καθοριστική πλευρά εί­ναι αυτή των οικονομικο-κοινωνικών όρων και σχέσεων αναπαραγωγής της υλικής ζωής, το σημερινό επίπε­δο σύνδεσης των παραγωγικών δυ­νάμεων και των παραγωγικών σχέσε­ων. Εδώ περιέχονται οι εξελίξεις στη διαδικασία της εργασίας και της επι­στήμης, στις μορφές εκμετάλλευσης και εξαγωγής απλήρωτης δουλειάς, στην κοινωνικοποίηση, τη διεθνοποί­ηση της εργασίας και της παραγωγής, στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στον κοινωνικό καταμερισμό της αλλο­τριωμένης εργασίας, στην οικογένεια, στην εκπαίδευση κ.λπ. Η δεύτερη πλευρά συνδέεται με το σχετικά αυτο­τελές επίπεδο και το περιεχόμενο της πολιτικής και τις αντίστοιχες μορφές της πολιτικής κυριαρχίας και αντιπα­ράθεσης ανάμεσα στις αντίπαλες τά­ξεις, όπως αυτές αναπτύσσονται και μετασχηματίζονται ιστορικά και αντεπιδρούν ταυτόχρονα στις συνολικές και ειδικότερα στις οικονομικοκοινω­νικές αντιθέσεις. Εδώ περιλαμβάνο­νται οι εξελίξεις των κρατικών θεσμι­κών δομών. Οι εξελίξεις στο διεθνές σύστημα. Οι αντιθέσεις στο περιεχόμε­νο και στη μορφή της στρατηγικής και τακτικής του κεφαλαίου και της εργα­τικής τάξης. Οι σχέσεις ανάμεσα στην αστι­κή και την εργατική πολιτική. Οι αντιθέσεις και οι εξελίξεις στην οργάνωση των πολιτι­κών υποκειμένων, στα κόμματα, στις πολιτι­κές οργανώσεις, στις κοινωνικές οργανώσεις. Επομένως και η ιστορική εξέλιξη στο περιε­χόμενο, στις μορφές και στις αντιφάσεις της εργατικής πολιτικής. Περιλαμβάνεται, ιδιαί­τερα, η συγκεκριμένη εξέλιξη των διαφορετι­κών πολιτικών ρευμάτων της εργατικής τάξης και ειδικά του κομμουνιστικού κινήματος και των σύγχρονων εγχειρημάτων για την ανασυ­γκρότηση του. Βασική σημασία έχουν οι αρ­χές συγκρότησης της επαναστατικής πρωτο­πορίας, του ευρύτερου πολιτικού υποκειμέ­νου και του εργατικού κινήματος, οι σχέσεις των πρωτοποριών και ειδικά του επαναστατι­κού κόμματος με τις μαζικές πολιτικές οργανώσεις και τα πολιτικά μέτωπα της εργατικής τάξης. Οι σχέσεις με τα συνδικάτα, με τις άλ­λες μαζικές οργανώσεις, ο πολιτικός, πολιτι­στικός ρόλος αυτών των οργανώσεων, ο πο­λιτισμός της οργάνωσης του ταξικού εργατι­κού κινήματος.
Η τρίτη πλευρά, συνδέεται με την ιστορική αντικειμενική εξέλιξη και τη σημερινή κατά­σταση και προοπτική των «επαναστατικών ιδε­ών», της επιστήμης και της θεωρίας της επανά­στασης, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις σας κυρί­αρχες αντιλήψεις και θεωρίες, στο περιεχόμενο και στις μορφές της ανάπτυξης και της μεταξύ τους αντιπαράθεσης. Ιδιαίτερα με την ιστορική διαπάλη, στο έδαφος της επαναστατικής θεωρί­ας, ανάμεσα στον υλισμό και στις διάφορες πα­ραλλαγές του αστικού και μικροαστικού θετικι­σμού. Συνδέεται με τη σημερινή κατάσταση του μαχόμενου υλισμού και την ανάγκη της «επαναστατικοποίησης» του ώστε να αντιστοιχηθεί με τις συνολικές, σύγχρονες κατακτήσεις της επι­στήμης. Η τέταρτη πλευρά, η πιο συνολική, συν­δέεται με την επαναπροσέγγιση των βασικών ιστορικών εξελίξεων και σταθμών, αυτών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη πραγματικότητα, τη δυναμική και τους συσχετισμούς της. Συνδέεται με την κατάκτηση ενός συγκεκριμένου εργατι­κού ιστορικού πολιτισμού της σύγχρονης πραγ­ματικότητας, των δυνατοτήτων και των προο­πτικών της. Αυτή η ταξική ιστορική επαναπρο­σέγγιση αφορά γενικότερα την τάση της εργατικής τάξης και των πρωτοπόρων δυνάμεων της να υπερβαίνει το βίαιο αστικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της κοινωνίας, και επομένως των συνολικών κοινωνικών σχέσεων (στην οι­κονομία - στην ιδιοκτησία - στην πολιτική, στην οργάνωση, στην πράξη και στη θεωρία, στις ιδέ­ες και στην τέχνη). Αφορά την τάση της να προ­ωθεί από το κατώτερο στο ανώτερο στάδιο μια επανένωση των κοινωνικών σχέσεων στην κα­τεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Αυτή η διαδικασία συγκρότησης του συγκε­κριμένου ιστορικού πολιτισμού της πρωτοπό­ρος τάξης εμφανίζεται σήμερα σαν ανάγκη ου­σιαστικής συνένωσης, στα πλαίσια της επανα­στατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας και γε­νικότερα του ταξικού εργατικού κινήματος, των θεωρητικών, των πολιτικών και των ακονομικο-κοινωνικών πλευρών του εργατικού αγώνα. Των πλευρών δηλαδή που έχουν διασπαστεί μέσα σης ιστορικά διαμορφωμένες σύγχρο­νες συνθήκες της εκμετάλλευσης, της καταπίε­σης και της ήττας. Ως «βασική πολιτική του κα­τεύθυνση» το εργατικό κομμουνιστικό πρόγραμ­μα περιέχει τη συγκεκριμένη ανάλυση της εξέ­λιξης των συσχετισμών που αφορούν στις βα­σικές συνολικές αντιθέσεις του καπιταλι­στικού τρόπου παραγωγής, στους όρους και στις σχέσεις παραγωγής, στην πολι­τική και πολιτιστική κυριαρχία και αντι­παράθεση.
Το καθοριστικό κριτήριο για την ποι­ότητα των συσχετισμών και τη δυναμική ανάπτυξη της ουσίας αυτών των αντιθέ­σεων, καθώς και της ουσίας της σύγχρο­νης κυρίαρχης καπιταλιστικής πραγματι­κότητας, είναι η ανώτερη ή όχι αναγκαιότητα-δυνατότητα που αυτοί περιέχουν για μετάβαση προς τον ιστορικά ανώτε­ρο τύπο κοινωνικής συγκρότησης, προς την αταξική κομμουνιστική κοινωνία
Σε όσον αφορά την σύγχρονη επο­χή, το νέο πρόγραμμα περιέχει την ανα­γκαιότητα να επανακαθοριστούν οι ποι­οτικοί στόχοι και οι μορφές της στρατη­γικής πολιτικής πρότασης του εργατι­κού κινήματος. Να επανακαθοριστούν δηλαδή οι ποιοτικοί στόχοι και οι μορ­φές της στρατηγικής διαδικασίας που προωθεί τη γενικά και σχετικά άμεσα επιτακτική «Αντικαπιταλιστική Επανά­σταση», σε στενή σύνδεση με την ουσι­αστική νίκη της «Εργατικής Δημοκρατί­ας», με την οριστική νίκη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών λύσεων και σχέ­σεων, με τους ανώτερους και τελικά κα­θοριστικούς στόχους και τις μορφές της Κομμουνιστικής Κοινωνίας.
Σε στενή αλληλεπίδραση με αυτή τη «στρατηγική πλευρά», το νέο πρόγραμμα περιέχει τα βασικά ποιοτικά στοιχεία της τακτικής. Περιέχει δηλαδή τους στόχους και τις μορ­φές που συνδέουν τη συγκεκριμένη σημερινή ιστορική περίοδο της αστικής κοινωνικής- πο­λιτικής επέλασης και ασφυκτικής ηγεμονίας, καθώς και της απουσίας ενός συγκροτημένου ανεξάρτητου επαναστατικού πολιτικού υποκει­μένου, με μια «συνολική πολιτική αντικαπιταλιστική τομή». Με επιδίωξη επομένως την ήτ­τα και ανατροπή της αντιδραστικής καπιταλιστι­κής εκστρατείας.
Θα επιχειρεί άρα να προωθεί συνολικές ερ­γατικές αvαντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις και κα­τακτήσεις. Θα οδηγεί σε συσχετισμούς ανώτε­ρης ανασυγκρότησης ενός αυτοτελούς επανα­στατικού υποκειμένου της εργατικής πολιτικής και της κομμουνιστικής χειραφέτησης σε εθνική και διεθνή κλίμακα
Αυτή η διαδικασία της «επαναστατικής τα­κτικής», περιέχει κυρίως τους βαθύτερους στό­χους και τις μορφές που συνδέουν τη σημερινή ιστορική περίοδο και την άμεσα αναγκαία αντικαπιταλιστική πολιτική τομή, με την «προσδιο­ριστική», απέναντι τους, κατεύθυνση της εργα­τικής επαναστατικής ηγεμονίας στις πλατύτερες εργατικές λαϊκές δυνάμεις.
ΕΝΙΑΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
Συνολική πρόταση στρατηγικής και τακτικής
Με αυτόν  τον τρόπο, η στρατηγική καθορίζει τελικά και εμπνέει τη τακτική ενώ με τη σειρά της η τακτική συναρθρώνεται και συναντιέται εκ νέον με τη στρατηγική. Αυτές οι διαδικασίες της στρατηγικής και τακτικής αποτελούν ενιαία τη συνολική πρόταση τον εργατικού κινήματος της εποχής μας, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους συνδυασμούς και τις διάφορες παραλλαγές «στρατηγικής και τακτικής», που στριφογυρίζουν στα πλαίσια τον συστήματος. Συγκροτούν μια ενιαία συνολική πρόταση που καθορίζει το κομμουνιστικό περιεχόμενο της ουσιαστικής, «υλικής» και οριστικής λύσης των συσσωρευμένων αντιθέσεων και των εργατικών και λαϊκών προβλημάτων της νέας ιστορικής εποχής. Και επομένως αναδεικνύουν την αναγκαιότητα, τη δυνατότητα, τη ρεαλιστικότητα, τα όρια και την προοπτική των άμεσων απαντήσεων, λύσεων, διεκδικήσεων και κατακτήσεων της σημερινής ιστορικής περιόδου. Αυτές οι διαδικασίες στρατηγικής και τακτικής συγκροτούν μια ενιαία συνολική πρόταση, που μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια ενιαία Προγραμματική Διακήρυξη. Μια πρόταση που αναδεικνύει, από τη μια μεριά, την καθοριστικότητα και επομένως και την ιδιαίτερη αμεσότητα της στρατηγικής και από την άλλη, τον πρωταρχικό, αποφασιστικό ρόλο και την ιδιαίτερη «στρατηγική σημασία» και προοπτική της τακτικής. Αυτές οι δυο πλευρές τον εργατικού κομμουνιστικού προγράμματος, η «βασική αντικειμενική αφετηρία» του και η « βασική ποδική του κατεύθυνση», εκφράζουν, με έναν τρόπο, τη διαλεκτική ενότητα της επαναστατικής θεωρίας με την επαναστατική πράξη, με καθοριστική τη δεύτερη. Εκφράζουν τον τελικά καθοριστικό ρόλο του «αντικειμενικού» στοιχείου της ιστορικής δυναμικής της πάλης των τάξεων, απέναντι στον πρωταρχικό «αποφασιστικό» ρόλο των άμεσων υποκειμενικών επιλογών. Τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι συσσωρευμένες, μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα, συνολικές ανατρεπτικές σχέσεις και αντιθέσεις, απέναντι στον αποφασιστικό ρόλο των κληρονομημένων πολιτικών συσχετισμών. Εκφράζουν, σε τελευταία ανάλυση, την  καθοριστικότητα του οικονομικού-κοινωνικού παράγοντα απέναντι στην  αποφασιστικότητα της πολιτικής. Εκφράζουν την καθοριστική αναγκαιότητα- δυνατότητα της ίδιας της εργατικής τάξης συνολικά, για επαναστατική συνειδητοποίηση και πράξη, απέναντι στην πρωταρχική - αποφασιστική αναγκαιότητα της επαναστατικής πρωτοπορίας. Εκφράζουν την καθοριστικότητα της στρατηγικής πάνω στην πρωταρχικότητα της τακτικής. Εκφράζουν, τελικά, τον καθοριστικό ρόλο του «είναι» σε σχέση με τη «συνείδηση». Η διαδικασία συγκέντρωσης των δυνάμεων του νέου εργατικού κομμουνιστικού προγράμματος βρίσκεται στην αρχική φάση της, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, με βάση την  ασφυκτική αστική ηγεμονία, την ανυπαρξία ενός σχετικά μαζικού ηγεμονικού ενωτικού «παραδείγματος», την  υπάρχουσα οπορτουνιστική υπεροπλία.  Αυτή θα ωριμάζει μαζί  με την αντικειμενική ανάπτυξη των  αντιθέσεων  της νέας κατάστασης και ανάλογα με το επίπεδο της συνειδητής αξιοποίησης της από τους επαναστάτες. Κάθε νέο προγραμματικό και πρακτικό βήμα θα περιέχει αντιφάσεις, αναζητήσεις και αλληλεπιδράσεις και εντέλει μπορεί να συγκεντρώνει δυνάμεις για μια ανώτερη κομμουνιστική σύνθεση. Ταυτόχρονα και αναπόφευκτα, θα οξύνει την αντιπαράθεση για την ηγεμόνευση από τα κάθε λογής ταξικά ανταγωνιστικά ρεύματα ιδιοποίησης και διαστρέβλωσης του εργατικού κινήματος. Κι αυτό θα συνεχίζεται μέχρις ότου το νέο πρόγραμμα «ολοκληρωθεί» σε μια σχετικά επαρκή συνολική βάση, μέχρις ότου δημιουργηθούν συνθήκες σχετικά μαζικής πρακτικής του επιβεβαίωσης. Οπότε το κάθε πισωγύρισμα θα είναι σχεδόν αδύνατο.
 αναδημοσίευση από ΠΡΙΝ 28/10/12

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Οκτωβριανή Επανάσταση κ σύγχρονη Αριστερά 

επιτροπή στρατιωτών
Έλεγαν για τη Σοβιετική Ένωση ότι ήταν μια χώρα με πολύ αβέβαιο… παρελθόν! Εννοούσαν, βέβαια, τις διαβόητες λευκές σελίδες της ρωσικής και σοβιετικής ιστορίας, με τον Τρότκσι, τον Μπουχάριν και τόσους άλλους μπολσεβίκους ηγέτες εξαφανισμένους από τα επίσημα εγχειρίδια. Από μια άλλη σκοπιά, όμως, κάθε χώρα, κάθε λαός και κάθε κίνημα έχουν «αβέβαιο», ευμετάβλητο παρελθόν. Οι άνθρωποι ατενίζουν αναγκαστικά το παρελθόν από την οπτική γωνία του παρόντος, αναδεικνύοντας εκείνες τις πλευρές που έχουν κάτι να τους πουν για τα πιεστικά ερωτήματα της εποχής τους. Κι όπως έλεγε ο μακαρίτης Ντανιέλ Μπενσαίντ, κάθε μεγάλο κίνημα είναι μια διαλεκτική ενότητα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, με το κέντρο βάρους να βρίσκεται στο παρόν. Το σκληρό παρόν της σημερινής, δίδυμης κρίσης- κρίσης του καπιταλισμού, κρίσης της Αριστεράς- μας υποχρεώνει να ξανακοιτάξουμε υπό αυτό το πρίσμα την κληρονομιά της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, η 93η επέτειος της οποίας έρχεται αυτές τις μέρες.
Ένα παλιό σύνθημα του Μάο Τσετούνγκ έλεγε: «Να τολμήσουμε να αγωνιστούμε, να τολμήσουμε να νικήσουμε»! Το βάρος πέφτει στο δεύτερο μέρος. Ο αγώνας απαιτεί, βέβαια, μια τόλμη, καθώς το τίμημα μπορεί να είναι βαρύ και, σε ακραίες καταστάσεις, να φτάσει μέχρι και την ίδια τη ζωή του αγωνιστή. Ωστόσο η νίκη απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη τόλμη, γιατί οι επιπτώσεις της αποτυχίας μετά τη νίκη, μετά την κατάληψη της εξουσίας, μπορεί να είναι απείρως μεγαλύτερες από εκείνες της ήττας. Εάν ηττηθείς μαχόμενος, αφήνεις τουλάχιστον ένα ιστορικό και ηθικό πρότυπο, έναν ανεξόφλητο λογαριασμό στην επόμενη γενιά που θα πάρει τη σκυτάλη. Αλλά εάν νικήσεις μόνο και μόνο για να τα θαλασσώσεις, να εκφυλισθείς, να απομονωθείς και τελικά να καταρρεύσεις κάτω από το βάρος της αποτυχίας σου, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι συντριπτικό, αμαυρώνοντας την επαναστατική προοπτική στη συνείδηση των μαζών για πολύ μεγάλο διάστημα.
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μπορεί να κατηγορηθούν για οτιδήποτε άλλο, όχι όμως για το ότι τους έλειπε η επαναστατική αποκοτιά, η τόλμη να νικήσουν. Κι αυτό είναι το πρώτο και το σπουδαιότερο, ίσως, μήνυμα του Οκτώβρη για τη σημερινή Αριστερά που βαδίζει στα σκοτεινά, μετά την κατάρρευση του 1989- ’90. Μιλάμε βέβαια για το κομμάτι της Αριστεράς που επιμένει να μάχεται τον καπιταλισμό και όχι για την κατοικίδια Αριστερά του συστήματος. Ωστόσο και σ’ αυτή, τη μαχόμενη, ριζοσπαστική Αριστερά, που δεν αναγνωρίζει την ήττα ως τελεσίδικη, η κατάρρευση είχε το τίμημά της: παρά τις ηχηρές, ριζοσπαστικές διακηρύξεις, διαδόθηκε σε μεγάλη έκταση και με πολύ διαφορετικούς τρόπους (αντι- παγκοσμιοποίηση, αντι- πολεμικό κίνημα, αντι- καπιταλιστική Αριστερά, αντι- εξουσιαστικές κινήσεις) μια κουλτούρα του «αντί», της αντίστασης για την αντίσταση, της ρήξης για τη ρήξη, της ανυπακοής για την ανυπακοή, της ανατροπής για την ανατροπή. Μια πολιτική κουλτούρα που λησμονεί ότι δεν υπάρχει καν ισχυρή αντίσταση χωρίς ισχυρή θέση, κι ότι ούτε υπήρξε, ούτε φαίνεται δυνατό να υπάρξει κίνημα χειραφέτησης χωρίς προοπτική εξουσίας.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί δεν επιτρέπουν να τεθεί ζήτημα εργατικής εξουσίας στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο, η οξύτατη και μακρόσυρτη, απ’ ότι φαίνεται, κρίση του διεθνούς και ιδιαίτερα του ελληνικού καπιταλισμού δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε «ξαφνική» κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και να θέσει εκ των πραγμάτων επί τάπητος θέμα εξουσίας. Κάτι που θα απαιτήσει να βρεθεί η Αριστερά σε ετοιμότητα και να προσπαθήσει να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες κάτω από τη δική της σημαία (π.χ. προτείνοντας Συντακτική Εθνοσυνέλευση για «αλλαγή καθεστώτος»). Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί θεωρητικοί που μιλάνε στο όνομα κάποιου «κομμουνισμού», από τον Τόνι Νέγκρι και τον Τζον Χόλογουεϊ, μέχρι τον πολύ ριζοσπαστικότερο, στο πολιτικό επίπεδο, Αλέν Μπαντιού), ποιούν την ανάγκην φιλοτιμίαν και αναγορεύουν την αδυναμία της σημερινής Αριστεράς να θέσει, με πολιτικούς όρους, ζήτημα εξουσίας, σε αρετή. Από εδώ και οι «στρατηγικές» του τύπου «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (Χολογουέι), «να δραπετεύσουμε από το κεφάλαιο, ακολουθώντας τον νομαδικό πόθο του πλήθους» (Νέγκρι) ή «να φτιάξουμε αντιθεσμούς μένοντας πάντα σε απόσταση από την εξουσία» (Μπαντιού). Σ’ αυτό το φόντο, μια ορισμένη «επιστροφή στον Λένιν» (φυσικά όχι με όρους δογματισμού ή μιμητισμού) αποτελεί αναγκαίο συστατικό της τόσο αναγκαίας κομμουνιστικής επανίδρυσης.
Τίθεται συχνά το ερώτημα αν «έπρεπε» οι μπολσεβίκοι να τολμήσουν να πάρουν την εξουσία σε τόσο αντίξοες συνθήκες, σε μια μισοφεουδαρχική χώρα με τη μεγάλη πλειονότητα αγράμματους αγρότες της καθυστερημένης στέππας. Εδώ υπάρχει βέβαια η εύκολη απάντηση, ότι οι μπολσεβίκοι δεν φαντάζονταν πως θα μείνουν μόνοι, ότι πίστευαν πως θα γίνουν καταλύτης πανευρωπαϊκής επανάστασης, με κέντρο τη Γερμανία, ότι αφού έμειναν μόνοι δεν είχαν άλλο δρόμο από το να πάνε το επαναστατικό τους εγχείρημα όσο πιο μακριά πάει, προσφέροντας αν μη τι άλλο πολύτιμη πείρα στις επόμενες γενιές και πάει λέγοντας. Όλα αυτά είναι, βέβαια, σωστά, αλλά χάνουν το κύριο. Και το κύριο είναι ότι η επανάσταση θα είναι πάντα «ιδιόμορφη», προϊόν «εξαιρετικών» και «εξαιρετικά αντίξοων» συνθηκών.
Όποιος περιμένει «καθαρή», εργατική επανάσταση, σε μια ειρηνική εποχή σφύζουσας οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς προσμίξεις μικροαστικών στοιχείων, δημοκρατικών και εθνικών προβλημάτων, χωρίς φαινόμενα οικονομικής κατάρρευσης ή στρατιωτικής ήττας, πιθανότατα δεν θα δει καμία επανάσταση- και πάντως καμία αντάξια της φαντασίας του. Οι επαναστάτες δεν έχουν το δικαίωμα να ελεεινολογούν την Ιστορία για τις υπεράνθρωπες αντιξοότητες μέσα στις οποίες θα κληθούν να αναμετρηθούν για την εξουσία- απλούστατα, γιατί χωρίς αυτές τις υπεράνθρωπες αντιξοότητες, που θα απαιτήσουν συμμαχίες και με το διάβολο και ακριβά λύτρα στην ιστορία για τη νίκη και την επιβίωση της εργατικής εξουσίας, η επαναστατική δυνατότητα δεν θα είχε καν εμφανιστεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ρωσία του 1917, αλλά ως ένα βαθμό και η Κίνα του 1949 δεν ήταν καθόλου εξωτικές περιπτώσεις με αναπόφευκτα εκτρωματική εξέλιξη, αλλά παραδειγματικές περιπτώσεις αποτελεσματικής εφαρμογής μιας μαρξιστικής στρατηγικής εργατικής ηγεμονίας στο ευρύτερο (και ιστορικά προσδιορισμένο, κάθε φορά) «λαϊκοδημοκρατικό» κίνημα.
Στις γραμμές της κομμουνιστικής «ορθοδοξίας», ο Οκτώβρης αντιμετωπίζεται πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ως θριαμβευτική επιβεβαίωση του καθοριστικού ρόλου του κόμματος. «Δώσε μου σημείο να σταθώ, για να στήσω το μοχλό μου, και θα μετακινήσω τη Γη», έλεγε ο Αρχιμήδης. «Δώστε μας ένα γερό, πειθαρχημένο σαν μια γροθιά, κομμουνιστικό κόμμα και θα αλλάξουμε το Σύμπαν», λένε οι υπερασπιστές ενός ορισμένου είδους λενινισμού. Λησμονούν, όμως, ότι αυτός που θα μετακινούσε τη Γη δεν θα ήταν ο μοχλός, αλλά το χέρι, με το μοχλό να λειτουργεί απλώς ως το εργαλείο. Το χέρι είναι οι λαϊκές μάζες και το κόμμα είναι το εργαλείο. Αναγκαίο εργαλείο, αλλά εργαλείο. Με άλλα λόγια, το κόμμα, με όλη του την ιστορία, τους συναισθηματικούς δεσμούς και το συμβολικό του βάρος, παραμένει το μέσο και όχι ο σκοπός. Από τη στιγμή που γίνεται αυτοσκοπός, ο επαναστάτης έχει περάσει ανεπαισθήτως το όριο που χωρίζει την αφοσίωση στην υπόθεση της τάξης, με τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία έναντι της άλλης, αριστερής άποψης που χαρακτηρίζει τον μικροαστό, με την τόσο χαρακτηριστική ζήλεια του μικροϊδιοκτήτη, που οραματίζεται να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη με μοχλό το «επαναστατικό» κόμμα σήμερα και την κρατική εξουσία αύριο.
Δεν είναι παράξενο που πολλοί από αυτούς που εκστασιάζονται με το λενινιστικό μοντέλο του κόμματος δύσκολα θα αναγνώριζαν το δικό τους κόμμα στην πραγματική εξέλιξη των μπολσεβίκων: Από το ενιαίο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη διάσπαση με τους μενσεβίκους, κι από κει στην επανένωση και τη νέα διάσπαση, από τη ρήξη και την οξύτατη διαπάλη του Λένιν με τον Τρότκσι στη συγκρότηση ηγετικού δίδυμου τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης και του εμφυλίου. Δύσκολα θα συμφιλιώνονταν με την ανοιχτή διαφοροποίηση του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ παραμονές του Οκτώβρη και την επανένταξή τους στον ηγετικό πυρήνα του κόμματος, ή με τον «προσωπικό» εκβιασμό, την ανοιχτή απειλή του Λένιν για διάσπαση του κόμματος όταν αυτό που κρινόταν ήταν η επιβίωση (και ο χαρακτήρας) της επανάστασης, στο Μπρεστ- Λιτόφσκ. Ουδέποτε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεώρησαν το κόμμα τους ως τη μόνη επαναστατική δύναμη- άλλωστε είναι πασίγνωστο ότι ολόκληρη η ιστορία του μπολσεβίκικου κόμματος αποτελεί και μια αλυσίδα διαδοχικών πολιτικών συμμαχιών, με τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς που απαιτούν, αρκεί να εξασφαλίζεται κάθε φορά το βασικό, να μη δένονται τα χέρια για τα επόμενα βήματα και να προωθείται η επαναστατική υπόθεση.
Όσο κι αν η αρχή για ενότητα θεωρίας και πράξης ακούγεται σαν κοινός τόπος, το θεμελιώδες αυτό στοιχείο του μπολσεβίκικου ρεύματος είναι ίσως το πιο επίκαιρο στοιχείο της κληρονομιάς του, στη σημερινή εποχή όπου ο ακτιβισμός (κινηματικός ή εκλογικός, ανατρεπτικός ή ρεφορμιστικός) κυριαρχεί στην καθημερινότητα του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς. Ασφαλώς η κρίση, το μνημόνιο, οι απολύσεις, οι αντιασφαλιστικοί νόμοι, τα ρατσιστικά πογκρόμ και τόσα άλλα ζητούν άμεση αγωνιστική απάντηση. Ωστόσο, η Αριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης αν είναι να περιοριστεί στο ρόλο του 166 του μαζικού κινήματος. Οι εργαζόμενες μάζες δεν έχουν ανάγκη την Αριστερά για να παλέψουν για το μεροκάματο, τη δουλειά και την ασφάλιση. Θα το έκαναν, ακόμη κι αν τα κομμουνιστικά και αντικαπιταλιστικά κόμματα εξαφανίζονταν ολοσχερώς αύριο το πρωί από το πρόσωπο της γης, καθώς τίποτα δεν μπορεί να εξαλείψει τη στοιχεική, αυθόρμητη ή οργανωμένη αντίσταση των μαζών, το πρώτο επίπεδο της ταξικής πάλης, πάνω στο οποίο στηρίζονται όλα τα ανώτερα. Η επαναστατική Αριστερά χρειάζεται στ’ αλήθεια μόνο όταν μπορεί πραγματικά να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή, η δύναμη των αδυνάτων, δίνοντας στα αντικειμενικά συμφέροντα, στις ενστικτώδεις αναζητήσεις και στις ακατέργαστες αγωνιστικές εμπειρίες των μαζών σχήμα και μορφή, προγραμματική άρθρωση και στρατηγικό ορίζοντα. Κι αυτό προβάλλει με ιδιαίτερη δύναμη σήμερα, καθώς η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού έβγαλε στο φως τα μεγάλα θεωρητικά ελλείμματα όλων των αριστερών χώρων, απ’ όπου και η δυσκολία συγκρότησης ενός πειστικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων που να ξεπερνά τη συνάθροιση λιγότερο ή περισσότερο «ριζοσπαστικών αιτημάτων».
Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα, σημαντικά άρθρα και το πρώτο μείζον βιβλίο του Λένιν αφορούσαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία: Μια μαρξιστική ανάλυση του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού, στο έδαφος της οποίας και μόνο ήταν δυνατή η χάραξη στοιχειωδώς συνεκτικής στρατηγικής και τακτικής, πολιτικής συμμαχιών και γραμμής μαζών, πέρα από τον βολονταρισμό της μικρής σέχτας. Ούτε είναι ανάξια λόγου η απαράμιλλη επιμονή και υπομονή του Λένιν στις σχέσεις του με τους διανοούμενους οι οποίοι, παρόλες τις αστικές και μικροαστικές επιρροές, τους εγωισμούς και τις παραξενιές τους (Γκόρκι, Λουνατσάρσκι κ.α.) αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμοι για την κομμουνιστική υπόθεση. Αυτή η πλευρά της λενινιστικής κληρονομιάς έχει την αξία της σε μια εποχή οργιαστικής ανάπτυξης ενός μικρόνοου, φωνακλάδικου «αντιδιανοουμενισμού»- πολύ διαδεδομένου, κατά το παρελθόν, στις χειρότερες στιγμές του σταλινισμού και του μπρεζνιεφισμού- που εξυπηρετεί απολύτως την αστική τάξη στη μόνιμη φροντίδα της να απομονώνει πάσει θυσία την πρωτοπόρα τάξη από την πρωτοπόρα σκέψη.
Το τελευταίο μείζον έργο του Λένιν ήταν το «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Η σημασία που του έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται από το γεγονός ότι το έγραψε ως βοηθητικό, εισηγητικό υλικό στο Β’ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1920 και ότι σ’ αυτό επιχειρεί να συνοψίσει ολόκληρη την ιστορική εμπειρία του μπολσεβικισμού. Κεντρική του θέση είναι ότι ο αναρχισμός και ο αριστερισμός αποτελούν «τιμωρίες της σοσιαλδημοκρατίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του παρελθόντος». Μια θέση που δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη επικαιρότητα από την εποχή που ζούμε, όπου το αμαρτωλό παρελθόν του ιστορικού συμβιβασμού και της ΕΑΔΕ, του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων και του Τζανετακισμού, τροφοδοτούν κάθε είδους αντανακλαστικές αντιδράσεις- τόσο έντιμες στην επαναστατική τους διάθεση, όσο και ζημιογόνες στο πολιτικό τους αποτέλεσμα. Στο κεφαλαιώδες έργο του, ο Λένιν θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της επαναστατικής πρωτοπορίας «την ικανότητά της να συνδέεται, να πλησιάζει και ως ένα ορισμένο βαθμό, αν θέλετε, να συγχωνεύεται με την πιο πλατιά μάζα των εργατών, με την προλεταριακή, αλλά ακόμη και με τη μη προλεταριακή εργαζόμενη μάζα». Τονίζει δε ότι «χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι αδύνατη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και σε καμιά περίπτωση μόνο με την προπαγάνδα».
Ένα χρόνο αργότερα, σε ένα επίσης σημαντικό άρθρο του (Η σημασία του χρυσού), ο Λένιν έγραψε τα εξής, που δεν θα ήταν ανώφελο να τα σκεφτούμε νηφάλια:
«Για έναν πραγματικό επαναστάτη, ο πιο μεγάλος, ίσως μάλιστα ο μοναδικός κίνδυνος είναι να υπερβάλει την επαναστατικότητα, να ξεχνά τα όρια και τους όρους για μια κατάλληλη και επιτυχημένη εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων. Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες μορφές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχισαν να γράφουν την επανάσταση με κεφαλαίο έψιλον, να εξαίρουν την επανάσταση σαν κάτι σχεδόν θεϊκό, να χάνουν τα μυαλά τους, την ικανότητα να σκέφτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να περνούν στη μεταρρυθμιστική δράση».
Άρθρο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου για το aristerovima.gr

ΤΟ ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

1/11/1998, εφημερίδα ΠΡΙΝ

ΤΟ ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Η φετινή επέτειος της Οκτωβριανής επανάστασης βρίσκει το κόκκινο χρώμα να πρωταγωνιστεί και πάλι, μετά από μια δεκαετία απόσυρσης, στις πασαρέλες της διεθνούς πολιτι­κής μόδας. Σε τέσσερις μεγάλες ευ­ρωπαϊκές χώρες -Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία και Ρωσία- τα επίσημα ΚΚ είναι εταίροι του κυβερνητικού συνασπισμού. Μαρξιστές ή μαρξίζοντες διανοητές, όπως ο Χάμπερμας στη Γερμανία και ο Χομπσμπάουμ στην Αγγλία, επιστρατεύ­ονται σε ρόλο ιδεολογικών «γκουρού» της ανυπόληπτης σοσιαλδημο­κρατίας. Ένας απροσδόκητος αντί-καπιταλιστικός οίστρος έχει κατα­λάβει τους μέχρι  χθες Απόστολους της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, μηδέ εξαιρουμένων των μεγιστάνων των διεθνών χρηματιστηρίων, σαν τον Σόρος. Ακόμα και ο πολύς Χένρι Κίσινγκερ γίνεται μάντης κακών, διακρίνοντας στον σκοτεινό ορίζο­ντα του παγκόσμιου συστήματος, το φάντασμα ενός «νέου Μαρξ». Έχο­ντας απομακρυνθεί για καιρό στα ακραία δεξιά όρια της κοινωνικής θηριωδίας, το εκκρεμές της αστικής πολιτικής δείχνει έτοιμο να κινηθεί προς πιο «αριστερές» κατευθύνσεις που ανέχονται, αν δεν επιδιώκουν κιόλας, λελογισμένες δόσεις Κέινς και λίγο άρωμα Μαρξ στο κατά βά­ση πάντα νεοφιλελεύθερο κοκτέιλ.
Αντίθετα με τον Μαρξ, ο Λένιν δεν φαίνεται να κινδυνεύει από πα­ρόμοια κύματα ανεπιθύμητης, όσο και υποκριτικής, «εκτίμησης». Ζω­ντανός και νεκρός, είχε πάντατο α­νεκτίμητο προνόμιο να συγκεντρώ­νει το φαρμακερό μίσος όλων των εχθρών της μισθωτής εργασίας. Αυτό που ποτέ δεν του συγχωρήθη­κε από την επίσημη ιστορία, ιδεολο­γία και πολιτική, δεν ήταν, βέβαια, ούτε ο «Μακιαβελισμός», ούτε η «ολοκληρωτική νοοτροπία», αλλά, πολύ απλά η ιστορική νίκη του λενι­νιστικού ρεύματος, που έδειξε ότι όχι μόνο ο αγώνας, αλλά και η ανα­τροπή, όχι μόνο η επανάσταση, αλ­λά και η εργατική εξουσία, είναι χειροπιαστές δυνατότητες του σύγ­χρονου εργατικού κινήματος. Ο Λέ­νιν ως ιστορικό πρότυπο, αλλά πά­νω απ’ όλα το λενινιστικό ρεύμα στο σύνολο του, έχει πολύ δηλητη­ριώδη αγκάθια για να μπορούν να το καταπιούν όσοι αντιμετωπίζουν με συγκαταβατική συμπάθεια την Αριστερά του αγώνα και της ήττας, των καλών προθέσεων και των κα­κών αποτελεσμάτων, των μεγάλων οραμάτων και των μικρών αποφά­σεων, την ακίνδυνη Αριστερά των «ντεσπεράντο », που μπορεί να στοχάζεται για μια αιωνιότητα και να τα χάνει όλα σε μια μέρα.
Πιο πολύ κι από τους εχθρούς του, όμως, ο Λένιν έχει δυσφημιστεί, και συνεχίζει να δυσφημείται, από αυτούς που ορκίζονται στο όνο­μα του. Ταριχευμένος για δεκαετίες στο ιδεολογικό μαυσωλείο του επί­σημου «λενινισμού», εισέπραξε τη φθορά μιας εκμεταλλευτικής και κα­ταπιεστικής γραφειοκρατίας, που μετέτρεψε μια ζωντανή -και γι’ αυτό αντιφατική- επαναστατική θεωρία σε κρατική θρησκεία. Αλλά και σή­μερα, θα τρίζουν τα κόκαλα του με­γάλου επαναστάτη, όταν τα πορτρέτα του παρατάσσονται στην Κόκκινη Πλατεία δίπλα στον Στάλιν, το Χρι­στό και τον Τσάρο, όταν κοσμούν τις αίθουσες συνεδρίων που ψηφίζουν υπέρ της λιτότητας του Πρόντι και του Ντ’ Αλέμα στη Ρώμη, ή μετατρέ­πονται σε «εικονίσματα», που νομι­μοποιούν κάθε είδους καιροσκοπι­κές συνεργασίες με τις αστικές πολι­τικές δυνάμεις στην Αθήνα.
Η πραγματικότητα λέει ότι οι ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις της εποχής μας, μετά τις αλλεπάλλη­λες κρίσεις και διασπάσεις της τε­λευταίας δεκαετίας, βρίσκονται σε μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη των σοσιαλιστικών ομίλων, μετά την διάλυση της μαρξιστικής Α’ Διε­θνούς και πριν την αναγέννηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κι­νήματος του αιώνα μας. Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι η καταλυτική κρίση του σύγχρονου ο­λοκληρωτικού καπιταλισμού, το βά­θος και τις συνέπειες της οποίας μό­λις αρχίζουμε να ψυχανεμιζόμαστε δημιουργεί προϋποθέσεις για μια γνήσια «επιστροφή» της Αριστεράς στο ιστορικό προσκήνιο, όχι μόνο ως ηθικής και κοινωνικής, αλλά και ως πολιτικής και πραγματικά ανα­τρεπτικής δύναμης. Σ’ αυτό το μετα­βατικό σταυροδρόμι, όπου τα χει­ρότερα έχουν περάσει αλλά τα κα­λύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα, η θεωρητική προετοιμασία αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια πολιτι­κή «επιστροφή» που δεν θα μοιάζει με φάρσα μετά την τραγωδία.
Όπως είναι γνωστό, ο όρος «λενινισμός» επινοήθηκε από τον Στά­λιν μετά το θάνατο του Λένιν. Ο Λέ­νιν δεν είχε ποτέ για τον εαυτό του την ιδέα του «θεωρητικού» (στις κομματικές του ταυτότητες προτι­μούσε να δηλώνει «δημοσιογρά­φος» ή «δημοσιολόγος»), αλλά του επαναστάτη πολιτικού που καθορί­ζει τις προτεραιότητες και προσφέ­ρει τα κίνητρα της θεωρητικής του ε­νασχόλησης. Γράφει την «Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρώμη» στις αρχές του αιώνα για να πολεμήσει τις εχθρικές για την εργατική επα­νάσταση απόψεις των ναρότνικων περί «κοινοτισμού». Με τον «Ιμπε­ριαλισμό» καταπιάνεται, όταν έχει ξεσπάσει ήδη ο Α’ Παγκόσμιος Πό­λεμος και ο Λένιν διαβλέπει τη δυ­νατότητα να ξεπηδήσει, μέσα από τη χαραμάδα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η σοσιαλιστική επανά­σταση στην Ευρώπη. Το «Κράτος και Επανάσταση» γράφεται λίγες ε­βδομάδες πριν τον Οκτώβρη, όταν τα καθήκοντα της νέας εργατικής ε­ξουσίας εγγράφονται ήδη στην ημε­ρήσια διάταξη. Η θεωρία αποτελεί για τον Λένιν την εκ των ων ουκ ά­νευ βάση της εργατικής πολιτικής, αλλά η πολιτική δεν αποτελεί απλό «πόρισμα» των «θεωρημάτων» του μαρξισμού. Ανατρεπτικός επί της ουσίας απέναντι στον Μαρξ, όταν χρειάζεται, ο Λένιν δεν διστάζει να αναθεωρεί εκ θεμελίων τις ίδιες τις δικές του κατασκευές -π.χ. στις «θέσεις του Απρίλη»- όταν η εξέλι­ξη της πραγματικής ταξικής πάλης δείχνει τις ανεπάρκειες των παλιών επεξεργασιών.
Στο «επιστημονικό κεκτημένο» του λενινιστικού ρεύματος (στο ο­ποίο, βέβαια, σημαντική συμβολή εί­χαν και μια σειρά άλλοι επαναστά­τες θεωρητικοί, όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ) ανήκει ασφαλώς και η επεξεργασία της μαρξιστικής θεωρίας της διαρ­κούς επανάστασης. Έχοντας ζήσει σε μια περίοδο μεγάλων αστικών ε­παναστάσεων εναντίον της φεου­δαρχίας, ο Μαρξ έβλεπε τη δυνατό­τητα του προλεταριάτου να συμμα­χήσει στον «πρώτο γύρο» της επα­νάστασης με την αστική τάξη ενα­ντίον των φεουδαρχών και του κλή­ρου, και στη συνέχεια να παλέψει ε­ναντίον της με τη σημαία των αυτο­τελών κοινωνικών του επιδιώξεων. Στην καινούργια εποχή του ιμπερια­λισμού, όπου η αστική τάξη προβάλ­λει σαν ανοιχτά αντιδραστική, ακό­μη κι όπου υπάρχουν ανοιχτά αστικοδημοκρατικά προβλήματα, οι μπολσεβίκοι κάνουν το μεγάλο άλ­μα, θέτοντας ως άμεσο στρατηγικό στόχο, χωρίς ενδιάμεσα στάδια, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η ε­πανάσταση για το λενινιστικό ρεύμα -σε αντίθεση με την στρατηγική των «σταδίων» του Στάλιν, του Δημητρόφ και των επιγόνων- ακόμα κι αν αρχίζει σαν δημοκρατική, εξε­λίσσεται σε σοσιαλιστική, ξεκινά σε εθνική κλίμακα, διευρύνεται σε διε­θνή και ολοκληρώνεται σε παγκό­σμια, είναι δηλαδή διαρκής με τη δι­πλή έννοια, σε πλάτος και σε βάθος.
Ο καθορισμός της σοσιαλιστικής επανάστασης ως άμεσης στρατηγι­κής επιδίωξης δεν σημαίνει να κλί­νει κανείς σε όλες τις πτώσεις την ε­πανάσταση και τον κομμουνισμό, ούτε να υποτιμά τα άμεσα, δημο­κρατικά προβλήματα που συγκινούν τα λαϊκά στρώματα. Όπως είναι γνωστό, η Οκτωβριανή επανάσταση έγινε με τα δημοκρατικά -και όχι «αμιγώς» σοσιαλιστικά- συνθήματα «Ψωμί – Γη – Ειρήνη», χωρίς τα ο­ποία ο στόχος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» δεν θα είχε ούτε κοινωνικό περιεχόμενο ούτε κοινωνικούς απο­δέκτες. Η διαφορά των κομμουνι­στών με τους ρεφορμιστές δεν είναι ότι οι δεύτεροι ρίχνουν δημοκρατι­κά συνθήματα ενώ οι πρώτοι μηρυ­κάζουν απλώς την σοσιαλιστική ε­πανάσταση, αλλά ότι οι ρεφορμιστές προπαγανδίζουν τον αστικοδημοκρατικό τρόπο κατάκτησης αυτών των ζητημάτων, ενώ οι κομμουνιστές προβάλλουν τον επαναστατικό δρόμο, το πλαίσιο της εργατικής εξουσίας. Στις σημερινές συνθήκες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, για παράδειγμα, το ζήτημα της συνολικής αναδιανομής του πλούτου υπέρ της μισθωτής εργα­σίας και της δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας, που συνδέεται άρρηκτα με το προηγούμενο, είναι το υπ’ αριθμόν ένα δημοκρατικό πρόβλημα της εποχής μας. Η λύση του, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί με καμιά «δημοκρατική κυβέρνηση» και με κανένα «αντιμονοπωλιακό μέτωπο», παρά μόνο με αντικαπιταλιστική επανάσταση.
Όλη η θεωρία και η πράξη του λενινιστικού ρεύματος είναι μια ζω­ντανή αναπαράσταση της διαλεκτι­κής σχέσης συμμαχιών και ηγεμο­νίας, εργατικού μετώπου και επανα­στατικής πρωτοπορίας. Ακόμα και επαναστατικά, διεθνιστικά ρεύματα, όπως εκείνο της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ, συχνά έπασχαν από την υπερβολική χαλαρότητα στο κόμμα και τον υπερβολικό σεχταρισμό στην πολιτική, με τραγικά απο­τελέσματα. Αντίθετα, ο Λένιν, έχο­ντας οικοδομήσει ένα κόμμα πραγ­ματικά ομοϊδεατών και όχι απλώς λέσχη συνάντησης διαφόρων ρευμά­των και φραξιών, δεν δίσταζε να προχωρήσει στις πιο τολμηρές συμ­μαχίες, πληρώνοντας το «εισιτήριο» που χρειαζόταν κάθε φορά για να πλησιάσει ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ακροατήρια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν ζούσε σήμερα, ο Λένιν θα αναθεω­ρούσε πολλά πράγματα από αυτά που μας κληροδότησε. Η διπλή ι­στορική εμπειρία της νίκης και της ήττας της Οκτωβριανής επανάστα­σης θέτει σε ισχυρή αμφισβήτηση σημαντικές και καθόλου δευτερεύ­ουσες πλευρές της λενινιστικής θε­ωρίας -όπως η σχέση κόμματος-τάξης, το σχήμα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και του αδύνατου κρίκου, η μονοπρόσωπη διεύθυνση στην πα­ραγωγή, ο ρόλος των Σοβιέτ και μια σειρά άλλων. Στο μεταξύ, η μετάλ­λαξη του ιμπεριαλισμού στον ολο­κληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας θέτει σοβαρότατα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα που δεν μπο­ρούσε, βέβαια, να προβλέψει η λε­νινιστική ανάλυση. Και από τις δύο αυτές πλευρές προκύπτει η ανάγκη μιας θετικής υπέρβασης του λενινι­στικού ρεύματος, με τη διατήρηση, σε ένα ανώτερο επίπεδο σκέψης και δράσης, του γόνιμου, επαναστα­τικού του πυρήνα. Αλλά τα ιστορικά ρεύματα δεν εξαντλούνται και δεν υπερβαίνονται με αποφάσεις «πολι­τικών γραφείων», ή έστω συνε­δρίων, όπως και δεν γεννιούνται με τέτοιες. Ο Γράκχος Μπαμπέφ ήταν «ο τελευταίος Ιακωβίνος» μέχρις ότου η Κομμούνα του Παρισιού τον αναδείξει στον «πρώτο κομμουνι­στή». Μέχρις ότου οι κοινωνικοί κλονισμοί του μέλλοντος δώσουν σχήμα, μορφή, σημαίες και εμβλήματα στο καινούργιο επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας, έχουμε κάθε λόγο να θέλουμε να μείνουμε λενινιστές, αλλά και να θέλουμε να υπερβούμε προς τα εμπρός τον λενινιστικό εαυτό μας.
Από την ενημέρωση των εκπροσώπων μας στο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ:


«…Όσα συνέβησαν χτες 25/10/2012 στο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ μας αφορούν όλους και όλες! Σε μια συγκυρία με ανοιχτή κυβερνητική αστάθεια, η οποία - παρά τους θεατρινισμούς - στην πραγματικότητα αποδεικνύει και το φόβο που υπάρχει στο κυβερνητικό στρατόπεδο για τη λαϊκή οργή και την αντίσταση των εργαζόμενων, θα περίμενε κανείς το συνδικαλιστικό κίνημα να βγει μπροστά, ακριβώς αυτή τη στιγμή, και να καλέσει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις για να τη μετατρέψει σε πραγματική πολιτική κρίση. Τώρα είναι η ώρα για να δώσουμε αγώνες όχι απλώς αποφασιστικούς αλλά νικηφόρους, για να απαλλαγούμε από αυτή την κυβέρνηση, την Τρόικα, την ΕΕ και το ΔΝΤ και την πολιτική τους.
Αντ’ αυτού, η εισήγηση της ΕΕ της ΑΔΕΔΥ ήταν «μία από τα ίδια», με μια γενική 24ωρη απεργία στις 9 Νοέμβρη, πολύμορφες δράσεις, συναυλία και άλλη μία απεργία την ημέρα πανευρωπαϊκής δράσης στις 14 Νοέμβρη (δηλαδή μετά την ψήφιση των μέτρων). Για άλλη μια φορά πρότειναν κινητοποιήσεις που δεν εντάσσονται σε κανένα σχέδιο ανατροπής των μέτρων και όχι απλώς πολιτικής διαμαρτυρίας.
Είναι προφανές πόσο μακριά από τις αγωνίες, τις ανάγκες και τις διαθέσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας βρίσκονται οι προτάσεις της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Αλλά και η ηγεσία της Αυτόνομης Παρέμβασης, που πρότεινε απογευματινή αντιφασιστική συναυλία στις 28 Οκτώβρη (όταν υπάρχουν ήδη καλέσματα συλλόγων και συλλογικοτήτων για παρέμβαση στις παρελάσεις), 48ωρη απεργία στις 8-9/11 και παρέθεσε αποσπασματικές κινηματικές δράσεις διαφόρων χώρων για να στηριχτούν από την ΑΔΕΔΥ, δεν φαίνεται να αφίσταται από τη λογική ότι τα μέτρα θα περάσουν ούτως ή άλλως.
Στην πορεία της συζήτησης, όμως, έγινε σαφές ότι η άνευρη πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν εξέφραζε ούτε καν κάποια από τα στελέχη των ίδιων των παρατάξεων που την παρουσίασαν! Η πίεση των εργαζόμενων για κινητοποιήσεις που θα έχουν πραγματικό περιεχόμενο ανατροπής, αποφάσεις σωματείων και Ομοσπονδιών που έχουν ήδη παρθεί, αλλά και η πρόταση των Παρεμβάσεων για γενική πολιτική απεργία διαρκείας (βλέπε στο τέλος), η οποία για πρώτη φορά πήρε 10 ψήφους (ενώ οι εκπρόσωποι των Παρεμβάσεων είναι μόνο 4), τροποποίησαν τα πράγματα. Τελικά και η ΔΑΚΕ (αποδεκατισμένη, καθώς περισσότερα από τα μισά στελέχη της είχαν αποχωρήσει ήδη για να μην κληθούν να ψηφίσουν τίποτα...) διαφοροποιήθηκε από το πλαίσιο της ΕΕ και πρότεινε να αποφασιστεί απεργία για όλες τις μέρες που τα νέα μέτρα θα συζητιούνται στη Βουλή, καθώς και καταλήψεις στους χώρους δουλειάς με κάλυψη από την ΑΔΕΔΥ. Η ΠΑΣΚΕ, σε πανικό, υπαναχώρησε στην πρόταση να μην ψηφιστεί τίποτα πέρα από εξουσιοδότηση στην ΕΕ για να αποφασίσει, ενώ ο Γραμματέας της (ως άλλος κυβερνητικός εκπρόσωπος) απείλησε όσους συμμετέχουν σε κινηματικές διαδικασίες στις παρελάσεις.
Οι Αγωνιστικές Παρεμβάσεις-Συσπειρώσεις-Κινήσεις και η Αυτόνομη Παρέμβαση αποφάσισαν τελικά να στηρίξουν και την πρόταση της ΔΑΚΕ, προκειμένου να ψηφιστεί μια κινητοποίηση που θα δίνει στίγμα απεργιακού αγώνα που όντως βάζει στο στόχαστρο την ψήφιση των μέτρων.

Εκείνη τη στιγμή, ανέλπιστος σύμμαχος στην ΠΑΣΚΕ εμφανίστηκε το ΠΑΜΕ!

Με μεγάλα (και κούφια, όπως αποδείχτηκε) λόγια για το πολιτικό πλαίσιο και μια απίστευτης έντασης ρητορική απέναντι στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, και δη των Παρεμβάσεων, επειδή είχαν πρόταση για απεργία διαρκείας, αλλά και σε αντίθεση με τα όσα έλεγαν εδώ και δύο χρόνια για αποφασιστικούς αγώνες, μάς πληροφόρησαν ότι «τα μέτρα θα περάσουν ούτως ή άλλως (!)», και ζήτησαν να μην ψηφιστεί καμία άλλη απεργία εκτός από την 24ωρη στις 9/11, αλλά να ξεκινήσουν κλαδικοί αγώνες που θα μπλοκάρουν τα μέτρα στην πράξη μετά από την ψήφισή τους! Ο εκπρόσωπος του ΠΑΜΕ έφτασε στο σημείο να επικαλείται την ετυμηγορία της ΓΣΕΕ (αν δεν συμφωνήσει και η ΓΣΕΕ να μην βάλουμε απεργία στις 14-11), να υπερηφανεύεται ότι η απεργία στις 18 Οκτώβρη ήταν πρόταση του ΠΑΜΕ που υπερψηφίστηκε από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, να μας ενημερώνει ότι δεν έχει σημασία η μορφή του αγώνα, αλλά ποιος τον καθοδηγεί. Τέλος, έφτασε να υπερασπιστεί τις μεμονωμένες 24ωρες απεργίες, τις οποίες η πλειονότητα των εργαζόμενων θεωρεί ντουφεκιές στον αέρα, λέγοντας ότι «και οι 26 μέρες απεργίας που έχουμε κάνει τα δύο τελευταία χρόνια είναι απεργία διαρκείας».
Ο κατήφορος αυτός δεν τελείωσε παρά με την υπερψήφιση, μαζί με την ΠΑΣΚΕ, του πλαισίου της ΕΕ, που πήρε 24 ψήφους, ενώ η πρόταση για απεργία όσες μέρες θα είναι το νομοσχέδιο με τα μέτρα στη Βουλή, που υπερψήφισαν όλοι οι άλλοι, πήρε 19 ψήφους. Είναι προφανές ότι οι 7 παρόντες ψήφοι του ΠΑΜΕ έκριναν τελικά το να μην πάρει η ΑΔΕΔΥ απόφαση για οτιδήποτε άλλο πέρα από μια 24ωρη απεργία!
Το χειρότερο είναι ότι το ΠΑΜΕ, μαζί με την ΠΑΣΚΕ, πρωταγωνίστησαν στη λογική πως «ότι και να κάνουμε τα μέτρα θα περάσουν». Οπότε τι; Να κρατήσουμε δυνάμεις για μετά; Για πότε; Για όταν θα έχει καταστεί πλήρης η φτωχοποίηση όλων μας και η ανεργία θα έχει ξεπεράσει το 1/3 του ενεργού πληθυσμού; Είναι πραγματικά κρίμα οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, που έχουν βοηθήσει σε μεγάλους κλαδικούς αγώνες, που εκπροσωπούν εργαζομένους που πραγματικά έχουν παλέψει στους χώρους τους, να στρέφονται σε μια λογική φόβου προς τη δυνατότητα του μαζικού κινήματος πραγματικά να αποτρέψει τα μέτρα, την κυβέρνηση και την Τρόικα.
Η συνέχεια θα γραφτεί στις συνελεύσεις και στους δρόμους. Έχουμε μεγάλη ευθύνη όλοι και όλες μας, μέσα στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στους χώρους ανεργίας, να ξεκινήσει ένας μαζικός και αποφασιστικός αγώνας ΠΡΙΝ την ψήφιση των μέτρων, για να μην κατατεθούν και να μην ψηφιστούν και για να απαλλαγούμε από αυτή την καταστροφική πολιτική…..»


Οι εκπρόσωποι των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων-Κινήσεων στο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ
Δέσποινα Κουτσούμπα, Θανάσης Τσιριγώτης, Ηλίας Σμήλιος, Γιάννης Λαθήρας



Εδώ η πρόταση των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων-Κινήσεων στο ΓΣ της ΑΔΕΔΥ:

ΠΡΟΤΑΣΗ
των ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ προς το Γ.Σ. της ΑΔΕΔΥ (25/10/2012)

Για να μην περάσουν τα νέα μέτρα κυβέρνησης-Ε.Ε.-Δ.Ν.Τ. να καταργηθούν μνημόνια-δανειακή σύμβαση-εφαρμοστικοί νόμοι!
Για τη Διαγραφή του Χρέους!
Για το μισθό, τη δουλειά, τα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά μας δικαιώματα!
Για να ξαναπάρουμε πίσω αυτά που μας κλέψανε!
ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ,
με τη μορφή 48ωρων επαναλαμβανόμενων από την Τετάρτη 31/10, αφού τα μέτρα ήδη εξαγγέλθηκαν και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κατατεθούν στη Βουλή και να ψηφιστούν,
- ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ υπουργείων, δήμων και κεντρικών υπηρεσιών.
- ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
- ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΛΑΪΚΗ-ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ, με μορφή, στόχους και περιεχόμενο που αποτυπώνονται στο σύνθημα: «Δε φεύγουμε, αν δε φύγουν αυτοί με τα μνημόνια και το χρέος τους!».

Στην πορεία για τη Γενική Πολιτική Απεργία Διαρκείας:
α) καλούμε συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων για να αποφασίσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την οργάνωση του αγώνα τους.
β) απευθύνουμε την πρόταση στη ΓΣΕΕ, τις Ομοσπονδίες και τα σωματεία του ιδιωτικού τομέα, τις επαγγελματικές και συνταξιουχικές οργανώσεις, ενώ καλούνται σε κοινή δράση τους φοιτητικούς συλλόγους και τις τοπικές-κοινωνικές συλλογικότητες.
γ) καλούμε όλο το λαό σε εργατικές-λαϊκές-αντιφασιστικές διαδηλώσεις στις παρελάσεις 27ης και 28ης Οκτωβρίου.
δ) σε όλες τις μεγάλες πόλεις οργανώνουμε καταλήψεις δημόσιων κτιρίων-υπηρεσιών, αποκλεισμούς και απογευματινά συλλαλητήρια με βάση το διακλαδικό συντονισμό και αποφάσεις Γεν. Συνελεύσεων πρωτοβάθμιων Σωματείων και Ομοσπονδιών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς και το «Κοινωνικό Κράτος»
Εξόριστοι από το καθεστώς του Μεταξά στην Ανάφη
Οι απόγονοι του φασισμού - ναζισμού, της 4ηςΑυγούστου και της δικτατορίας του 1967, η «Χρυσή Αυγή» (ΧΑ), ο ΛΑ.Ο.Σ. κ.ά. πολλές φορές, με ιστορικές αναδρομές σε περιόδους των προγόνων τους, επιδιώκουν να δώσουν στις πολιτικές τους προτάσεις για την «εθνική ανάπτυξη» της χώρας ιστορικό προηγούμενο εφαρμογής και αποτελεσματικότητας.
Μια τέτοια αναφορά αναρτήθηκε πρόσφατα στο σάιτ της ΧΑ, με τίτλο: «Η καθιέρωση του κοινωνικού κράτους τότε και η ολοκληρωτική αποδόμησή του σήμερα». Εκτός από το θαυμασμό των φασιστοειδών στον Βίσμαρκ («θεμελιωτής του μοντέρνου κοινωνικού κράτους θεωρείται ο Γερμανός καγκελάριος Οττο φον Βίσμαρκ (1815-1898)»), μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Στην πατρίδα μας, πρωτεργάτης του κοινωνικού κράτους υπήρξε ο Ιωάννης Μεταξάς».
Το «κοινωνικό κράτος» και η «κοινωνική μεταρρύθμιση» για τα οποία υπερηφανευόταν ο δικτάτορας, με τα ίδια επιχειρήματα και μέτρα που αράδιασαν στο σάιτ τους οι απόγονοί του είναι: το 8ωρο, οι συλλογικές συμβάσεις, η λειτουργία του ΙΚΑ, η καταπολέμηση της ανεργίας, η ρύθμιση των αγροτικών χρεών κ.ά.
Η προπαγάνδα της 4ηςΑυγούστου προσπάθησε σταθερά και με χοντροκομμένα ιδεολογήματα, όπως π.χ. «Ελληνικός Πολιτισμός», να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εξασφάλισε τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, γιατί ήρθε σε ρήξη με το προηγούμενο διεφθαρμένο καθεστώς, όμως δεν ήταν καμιά ρήξη με το παρελθόν, αλλά η αναγκαία μπροστά στις εξελίξεις συνέχειά του.
Φυλακισμένοι στην Ακροναυπλία στη Μεταξική δικτατορία
Η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν η πολιτική έκφραση των συμφερόντων της αστικής τάξης στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Ηταν αναγκαιότητα για τη στήριξη και ενίσχυση του ελληνικού καπιταλισμού, στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού, σε συνθήκες προετοιμασίας του Β΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου, λύνοντας προσωρινά τις ενδοαστικές αντιθέσεις των αστικών «κοινοβουλευτικών» κομμάτων της εποχής που της ανέθεσαν μέσω του κοινοβουλίου την εξουσία.
Ο ίδιος ο Μεταξάς, μέσα από ομιλίες του, αρκετές φορές είχε δώσει με σαφήνεια το περιεχόμενο της 4ης Αυγούστου:
«Η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις».
«Εστηρίξαμεν το αστικόν καθεστώς της Ελλάδος και του εδώσαμεν να εννοήσει ότι το πρώτον καθήκον ενός τιμίου και πραγματικού πατριωτικού αστικού κόσμου, είναι, το να είναι αλληλέγγυος με τους δύο κλάδους, τον κόσμον τον εργατικόν και τον κόσμον τον αγροτικόν και εζητήσαμεν από τους αστούς, από τους βιομήχανους... θυσίας τας οποίας ο αστικός κόσμος μας τας έδωσε προθύμως». (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», «Π.Λ.Ε.», 1967, σελ. 104).
Το καθεστώς του Ι. Μεταξά με την προπαγάνδα περί «εθνικής επανάστασης» και «κοινωνικής ευημερίας» εφάρμοσε πλευρές της κεϊνσιανής θεωρίας περί «κρατικής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας», όπως έκαναν τότε διάφορες αστικές κυβερνήσεις, από τον Χίτλερ μέχρι τον Ρούσβελτ (new deal) μετά την οικονομική κρίση 1929 - 1933. Η προσωρινή οικονομική ανάκαμψη του καπιταλισμού μέχρι τη νέα κρίση του το 1939, έδωσε, σε συμφωνία με τους καπιταλιστές, τη δυνατότητα μικροπαραχωρήσεων στους εργαζόμενους, με στόχο τη γενικότερη στήριξη του καπιταλισμού.
Φυλακισμένοι κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές στην Ακροναυπλία
Η 4η Αυγούστου ήταν ένα αντικομμουνιστικό, αστικό, ταξικό κράτος. Παρενέβη κατασταλτικά αλλά και με την άμεση ανάληψη από το κράτος ενός μέρους της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με κρατική κοινωνική πολιτική, με στόχο την ενσωμάτωση στην πολιτική του των λαϊκών στρωμάτων.
Η καθιέρωση του 8ωρου και οι Συλλογικές Συμβάσεις
Στην Ελλάδα, η καθιέρωση του 8ωρου έγινε με το νόμο 2269 το 1920, με τη νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας. Για να εφαρμοστεί σταδιακά χρειάστηκαν οι πολύχρονοι αγώνες των εργατών με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές. Χύθηκε πολύ αίμα στις συγκρούσεις των εργατών με το αστικό κράτος.
Αργότερα, με Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) στις 27/6/1932, έγινε η επέκταση και η κωδικοποίηση όλων των διατάξεων που ίσχυαν γι' αυτό μέχρι τότε στους διάφορους κλάδους.
Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μεταξά ήταν με το βασιλικό διάταγμα 368/24/8/1936 να επεκτείνει την εφαρμογή του και σ' άλλες κατηγορίες μισθωτών.
- Οπως προκύπτει, λοιπόν, δεν είναι αλήθεια ότι ο Μεταξάς καθιέρωσε το 8ωρο, αλλά ότι επέκτεινε την εφαρμογή του. Εκεί, όμως, που επιχειρείται η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας από τη ΧΑ είναι ότι «ο Μεταξάς καθιέρωσε την Κυριακή αργία». Η κυριακάτικη αργία έχει καθιερωθεί από το 1911. Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μεταξά ήταν να καταργήσει την Κυριακή αργία και το κυριακάτικο μεροκάματο να δίνεται στο κράτος για την «Εθνική Αμυνα».
- Οι ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις ήταν άλλη μια παλιά εργατική διεκδίκηση. Το 1927 είχε υποβληθεί στη Βουλή νομοσχέδιο για την καθιέρωσή τους, όμως η ψήφισή του δεν έγινε λόγω διάλυσης της Βουλής. Αναγκαστικός Νόμος (ΑΝ) περί Συλλογικών Συμβάσεων ψηφίστηκε στη δικτατορία του Γεωρ. Κονδύλη στις 16/1/1935, που κάθε άλλο παρά ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις επέτρεπε. Τον ίδιο χρόνο με τον ΑΝ 539/1935 καθιερώθηκαν και οι άδειες των εργαζομένων με αποδοχές. Αλλο ένα ψέμα του σάιτ των φασιστοειδών: «καθιέρωση αδείας μετ' αποδοχών» από Ι. Μεταξά!
Το συνδικαλιστικό κίνημα επέμενε να διεκδικεί ελεύθερες Συλλογικές Συμβάσεις. Ο Μεταξάς, πριν καταργήσει τον κοινοβουλευτισμό (4 Αυγούστου 1936), ετοίμασε νέο νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας, κάτι ανάλογο με αυτά που γίνονται στις μέρες μας με τις Συλλογικές Συμβάσεις, που προκάλεσε - όπως ήταν επόμενο - θύελλα αντιδράσεων από τα εργατικά σωματεία (Μάης 1936).
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, οι «συλλογικές συμβάσεις» μεταξύ των κεφαλαιοκρατών και των διορισμένων από τη δικτατορία συνδικαλιστών αποκτούν ισχύ νόμου 2045/7/9/1936 και με τίτλο «κατώτατον όριον μισθών των Ιδιωτικών Υπαλλήλων και ελάχιστον ημερομίσθιον εργατών Βιομηχανίας».
Κάτω από τις συνθήκες που επέβαλε η δικτατορία, της αναγκαστικής διαιτησίας, της απαγόρευσης των απεργιών και της φασιστικοποίησης των συνδικάτων, «αι Εθνικαί Συμβάσεις Εργασίας», όπως τις αποκαλούσε ο Μεταξάς,ήταν καθαρός εμπαιγμός, όπως είναι και τα αντισυστημικά παραμύθια των Χρυσαυγιτών θαυμαστών του.
Οπως σχολιάζουν αναλυτές της περιόδου, η αύξηση των ημερομισθίων κατά τα έτη 1935 - 1940 υπολογίζεται σε 50%. Η ονομαστική δύναμη των μισθών των εργαζομένων ήταν πολύ κάτω από το επίπεδο του 1929, παρά την αύξηση της παραγωγικότητας και την οικονομική ανάπτυξη. (Γ. Τρίμη, «Η κοινωνική πολιτική της τελευταίας οκταετίας», Αθήνα 1947).
Ο Γ. Τρίμης, τέως διευθυντής του υπουργείου Εργασίας, αναφέρει εξάλλου χαρακτηριστικά: «Εάν η ωφελιμότης των συλλογικών συμβάσεων (...) δεν κατέστη έκδηλος τούτο αποδοτέον εις το γεγονός ότι από της 4ης Αυγούστου 1936 ανεστάλησαν αι συνδικαλιστικαί ελευθερίαι». (Γ. Τρίμη, «Αι διεκδικήσεις των εργαζομένων», Αθήναι, 1948, σελ. 29).
Την περίοδο 1936 - 1939, λόγω της οικονομικής ανάκαμψης και των έργων πολεμικής ετοιμασίας, περιορίστηκε η ανεργία, όμως δεν εξαλείφθηκε, όπως διακήρυσσε η προπαγάνδα του καθεστώτος του «πρώτου εργάτου» (Μεταξάς). Ο ίδιος ο δικτάτορας σε λόγο του την Πρωτομαγιά του 1940 σε συγκέντρωση στον Πειραιά, ισχυριζόταν ότι κατόρθωσε να εξαλείψει την ανεργία, ενώ ταυτόχρονα ανέφερε ότι «από τον Οκτώβριον του 1939 έως τον Φεβρουάριον του 1940 έγιναν 135.000 απολύσεις λόγω της κήρυξης του παγκοσμίου πολέμου και την δημιουργημένην ψυχολογίαν». («Τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης Ι. Μεταξά», τόμ. Α', σελ. 222).
Για την καταπολέμηση της ανεργίας, ο Μεταξάς θέσπισε κάτι ανάλογο με τις σημερινές αστικές κυβερνήσεις, το σύστημα της «εκ περιτροπής εργασίας» με τον ΑΝ 2000/1939 και με τον τίτλο «περί λήψεως μέτρων καταπολεμήσεως της ανεργίας». Ο Γ. Τρίμης κάνει για το νόμο αυτό το εξής σχόλιο:
«Το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας (...) είτε υπό την μορφήν του περιορισμού των ωρών της ημερησίας εργασίας, είτε υπό την μορφήν του αριθμού των ημερομισθίων (...) συνηπάγετο πάντοτε την περικοπήν εισοδήματος των εργαζομένων προς συντήρησιν των ανέργων». (Γ. Τρίμη, «Αι διεκδικήσεις των εργαζομένων», Αθήναι, 1948, σελ. 108 - 109).
Οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις και το ΙΚΑ
Μετά από πολύμορφους αγώνες της εργατικής τάξης, για πρώτη φορά το 1922 ψηφίστηκε ο νόμος 2868 για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Με βάση το νόμο αυτό έως το 1929 ιδρύθηκαν τα κλαδικά επαγγελματικά ασφαλιστικά ταμεία διάφορων κλάδων, όπως καπνεργατών, αρτεργατών κ.ά. Με τη συνεχή δε πίεση του συνδικαλιστικού κινήματος, το 1932 η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε το νόμο 5733 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων». Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε, γιατί η κυβέρνηση έπεσε το Μάρτιο του 1933. Το Σεπτέμβριο του 1934, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος ψήφισε τον 6298 που δεν εφαρμόστηκε λόγω των αντιδράσεων του κεφαλαίου και της όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων (κίνημα 1935, πραξικόπημα Γ. Κονδύλη, επαναφορά βασιλείας κ.ά.).
Η εφαρμογή του νόμου της Κοινωνικής Ασφάλισης συνέχισε να είναι βασικό αίτημα των εργατικών αγώνων. Ηταν βασικό αίτημα της προκήρυξης και ετοιμασίας της πανεργατικής απεργίας της 5ηςΑυγούστου και από τις δύο Εργατικές Συνομοσπονδίες. Τι έκανε η κυβέρνηση Μεταξά μπροστά σ' αυτό το αίτημα; Κήρυξε δικτατορία την προηγούμενη μέρα, στις 4 Αυγούστου, με το πρόσχημα της «κομμουνιστικής στάσης».
Τελικά, σε εφαρμογή του 6298/34 ιδρύθηκε το ΙΚΑ την 1/11/1937 και λειτούργησε από 1/12/1937 έως το τέλος του χρόνου σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1938 άρχισε η επέκτασή του στις άλλες πόλεις.
Οι παροχές του συστήματος, αν και πενιχρές και σε μικρό αριθμό εργαζομένων, ήταν μια ανακούφιση που όμως με τη νέα κρίση του 1939 σταμάτησαν, γιατί το σύστημα κατέρρευσε.
Με το πρόσχημα της «Εθνικής Αμυνας», έγινε κάτι ανάλογο με το σημερινό «κούρεμα» των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Η δικτατορία κατάσχεσε, με τη μορφή δανείου προς το κράτος, όλα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών που έφταναν «τα 850 εκατομμύρια δραχμές, από τα οποία τα 500 εκατομμύρια ήταν του ΙΚΑ» (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», σελ. 110).
Αυτό, όμως, που αποτελεί μια πρωτοτυπία της αστικής διακυβέρνησης της 4ηςΑυγούστου είναι οι παροχές και τα τεράστια για την εποχή χρηματικά ποσά, που διέθεσε το καθεστώς στους διάφορους εργατοπατέρες επικεφαλής των διορισμένων, κρατικοποιημένων, φασιστικοποιημένων συνδικάτων. Ο νόμος 971/1937, εκτός από την ίδρυση του ταμείου συντάξεων των εργατοπατέρων συνδικαλιστών, προέβλεπε την κρατική επιχορήγηση για«στέγασιν και ΕΥΠΡΟΣΩΠΟΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ των επαγγελματικών και εργατικών οργανώσεων». (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», σελ. 110).
Οι αγρότες και ο Ι. Μεταξάς
Η δικτατορία διατυμπάνισε ως σταθμό στην ιστορία της ελληνικής γεωργίας και ως λύση του αγροτικού προβλήματος το νόμο 677/14/5/1937, για τη ρύθμιση των αγροτικών χρεών.
Ενώ οι αγρότες πριν τη δικτατορία πάλευαν για διαγραφή όλων των χρεών, με το συγκεκριμένο νόμο έγινε διαγραφή καθυστερούμενων τόκων και μόνο προς τους ιδιώτες πιστωτές, για χρέη συναφθέντα από την 1η Ιανουαρίου 1935 και έδινε τη δυνατότητα νέας εξόφλησης κεφαλαίου σε 12 ετήσιες δόσεις με τόκο 3%.
Ηταν μια σταγόνα στον ωκεανό της οικονομικής καταχρέωσης των φτωχών αγροτών και μια προσπάθεια εξυγίανσης, στήριξης της ελληνικής βιομηχανίας που είχε δυσκολίες από τα ληξιπρόθεσμα χρέη και τα χρωστούμενα τοκοχρεολύσια του εξαθλιωμένου αγροτικού πληθυσμού.
«Δεν είναι συμπτωματικό ότι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, η εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (ο γιος του ιδιοκτήτη Νικολάου Κανελλόπουλου, Αλέξανδρος, ήταν πρόεδρος της φασιστικής νεολαίας Εθνική Οργάνωσις Νέων (ΕΟΝ) που ήταν κρατική οργάνωση), βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας των αγροτικών οφειλών, ενώ σε αντίστοιχη θέση βρίσκονταν μηχανολογικές/μηχανουργικές εταιρείες που κατασκεύαζαν γεωργικές μηχανές και εργαλεία». (Κ. Κωστή, «Η οικονομία, 1932-1940», στο ένθετο ΤΑ ΝΕΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ, «ΕΞΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ», σελ. 89).
Οπως παραδέχεται και ο καθηγητής Χρ. Ευελπίδης, τα καλλιεργητικά δάνεια αποτέλεσαν «άντλησιν επί τον πίθον των Δαναΐδων», το τραπεζικό κεφάλαιο προτιμά τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που του αποδίδουν με τη μορφή τόκων, τόκων υπερημερίας ασφαλίστρων και προμηθειών 15%. (Σπ. Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», σελ. 113»).
Η 4η Αυγούστου και η οικονομική ολιγαρχία
Η τετραετία της δικτατορίας ήταν χρυσή εποχή για το μεγάλο κεφάλαιο. Η ένταση της εκμετάλλευσης των δεμένων χειροπόδαρα εργαζομένων, η καπιταλιστική οικονομική αναθέρμανση της περιόδου και η άμεση κρατική παρέμβαση με νέα Δημόσια Εργα πολεμικών προπαρασκευών αύξησαν την καπιταλιστική κερδοφορία.
Τα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου - βιομηχανικό, πιστωτικό, εμπορικό - αποκόμισαν τεράστια κέρδη και ταυτόχρονα προχώρησε σημαντικά η συγκέντρωση και συγκεντροποίησή τους. Οι Αφοί Ηλιάσκοι, μέσω της Τράπεζας Αθηνών, το 1949 ήταν κάτοχοι του 15% όλων των ανώνυμων εταιρειών της χώρας. Η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Αθηνών, η Εταιρεία Λιπασμάτων, το Καλυκοποιείο, η «Πάουερ», οι εταιρείες Λαναρά, καπνέμποροι, η ΑΓΕΤ Ηρακλής κ.ά. στήριξαν ανοιχτά τη δικτατορία. Μερικοί κεφαλαιοκράτες και με απαίτησή τους πήραν επίκαιρες κυβερνητικές θέσεις. Π.χ. ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος της ΑΓΕΤ έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Κων/νος Ζαβιτσάνος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, έγινε υπουργός Οικονομικών, ο Δημ. Μάξιμος, διευθυντής της Εθνικής, έγινε υπουργός Εσωτερικών, ο Αλέξανδρος Κορυζής, εκτός από υπουργός Υγείας - Πρόνοιας, έγινε πρωθυπουργός μετά το θάνατο του Μεταξά.
Η 4η Αυγούστου, που παρουσιαζόταν σαν «Εθνική Επανάσταση» και κατηγορούσε τα παλιά αστικά κόμματα ως «προδότες», συνέχισε τις διασυνδέσεις του ελληνικού καπιταλισμού με το ξένο κεφάλαιο. Μια από τις πρώτες πράξεις της ήταν η συμφωνία της με τους ομολογιούχους και δανειστές. Η προσφορά του καθεστώτος ήταν να πληρώσει τοκοχρεολύσιο για τα έτη 1935 - 1937 40% από 30% που πλήρωναν οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις, αργότερα δε το 1940 το τοκοχρεολύσιο έφτασε 43%. Εκανε νέα ανοίγματα για ξένες επενδύσεις, με στόχο «ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο θα στηρίζονταν στην αξιοποίηση των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πηγών»(Κ. Κωστή, ό.π., σελ. 98).
Αυτό που είναι ιστορικά βέβαιο, είναι ότι δεν έγιναν «γεωτρήσεις για άντληση πετρελαίου στο Κατάκολο» που αναφέρει στο εν λόγω σάιτ η ΧΑ, αλλά έρευνες για εντοπισμό πετρελαίου και εκμετάλλευσης υδροηλεκτρικών λιγνιτικών και άλλων ενεργειακών αποθεμάτων.
Η κυβέρνηση, όμως, βρέθηκε μπροστά σε δυσκολίες για την εξασφάλιση ξένων επενδύσεων από τις χώρες που είχε σχέσεις (Αγγλία, Γερμανία). Μπορεί γι' αυτό να μην κατάφερε τελικά να βγάλει πετρέλαιο, όμως έβγαλε στο σφυρί την εκμετάλλευση των νερών του Αχελώου. Με σύμβαση του ελληνικού κράτους και των αμερικανικών εταιρειών Hugh Cooper και Chemical.co.corporation που κυρώθηκε με τον ΑΝ 2220 του 1940 ίσχυε ειδικό καθεστώς προστασίας και προνομίων για τις εταιρείες. Εκτός από την αποκλειστική εκμετάλλευση του ποταμού Αχελώου και των παραποτάμων του, τους δινόταν η δυνατότητα ίδρυσης διάφορων άλλων βιομηχανιών και εκμεταλλεύσεων, όπου οι εγκαταστάσεις τους δεν επιτρεπόταν να περιέλθουν στην κυριότητα του κράτους πριν το έτος 2010 που έληγε η σύμβαση και που μπορούσε μονομερώς να φτάσει με παράταση έως το 2035. Παρά την κύρωσή της, η συμφωνία δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί λόγω του πολέμου.
Ενα συμπέρασμα
Τα παραμύθια της «Χρυσής Αυγής» για το εθνικό και κοινωνικό έργο του Ι. Μεταξά, της δικτατορίας του 1967, το έργο του Χίτλερ, το εθνικό έργο των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχή κ.ά. δεν έχουν στόχο την καταγραφή της «Χρυσής Αυγής» σαν μιας γραφικής νοσταλγικής φασιστικής πολιτικής δύναμης της χώρας μας.
Η «Χρυσή Αυγή», κόμμα του αστικού πολιτικού συστήματος, με αυτές τις ιστορικές αναφορές επιδιώκει να αναδείξει ότι η πολιτική της πρόταση έχει ιστορικό παρελθόν. Αναδείχνει τα «επιτεύγματα» του αστικού κράτους στις περιόδους που χτυπήθηκε το κομμουνιστικό και το εργατικό κίνημα και που παραμερίστηκαν από τις «υγιείς εθνικές δυνάμεις» τα «προδοτικά κεφαλαιοκρατικά» αστικά κόμματα, που έφεραν την «ηθική, κοινωνική και οικονομική κατάρρευση».
Στοχεύει τελικά σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενες κατευθύνσεις: Να ενισχύσει την επιρροή της σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα μπολιάζοντάς τα με αντιδραστικές ιδέες, περιτυλιγμένες με δήθεν αντιπλουτοκρατική γραμμή. Να στείλει μήνυμα σε τμήματα της αστικής τάξης, τα οποία δυσανασχετούν ή αντιτάσσονται στα μείγματα διαχείρισης της κρίσης, ότι διαθέτει τα προσόντα και τα ιστορικά εχέγγυα να της ανατεθεί από το κεφάλαιο να βγάλει το αστικό σύστημα από πιθανές νέες δυσκολίες διαχείρισής του. Και ότι αυτό το μπορεί πολύ καλύτερα από τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως το μπόρεσαν οι Μεταξάς - Παπαδόπουλος ή το προσπάθησαν τα Τάγματα Ασφαλείας, και αυτά πρόγονοί της.


ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ 27, 28.10.2012
Του
Διονύση ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ*