Τρίτη, 19 Ιουλίου 2011
Εξοχώτατοι κι εκλαμπρότατοι, ιδού... η γκιλοτίνα!
Διαβάζοντας ένα ενδιαφέρον βιβλιαράκι, για τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπως αυτά τα έζησε ένας βαυαρός αξιωματικός (το βιβλιαράκι θα το βρεις εδώ), έπεσα πάνω στην περιγραφή της πρώτης εκτέλεσης θανατικής ποινής στην Ελλάδα.
Μιας εκτέλεσης με την οποία απενεμήθη δικαιοσύνη επί 9 "ληστών". Επί 9 πολεμιστών, που δεν σταμάτησαν να πολεμάνε για τη λευτεριά του λαού. Πρώτα από τον Τούρκο, μετά από τον Έλληνα τζιτζιφιόγκο κι ύστερα από τον Βαυαρό.
Γι' αυτό το θέμα, κλασσικό είναι το σχετικό "σκετς" από το "Μεγάλο μας Τσίρκο" του Γιάννη Καμπανέλλη, που... τα βάζει τα ζητήματα. Σου προτείνω όταν θα διαβάζεις το παρακάτω κείμενο να ακούς ταυτόχρονα και το τραγούδι:
Για το ίδιο θέμα ένα πολύ αξιόλογο κείμενο, το οποίο μάλιστα θα σε βοηθήσει να μπεις και λίγο περισσότερο στο πνεύμα εκείνης της εποχής, υπάρχει και στη "Σχεδία"
Ο Βαυαρός αξιωματικός μας, ο Χριστόφορος Νέεζερ, πάνω κάτω λέει τα ίδια πράματα με αυτά που γράφει ο "Π" στη Σχεδία -αν και λιγότερο... ρομαντικά- για την πρώτη δημόσια εκτέλεση στο Μεσολόγγι, ενώ είναι αρκετά ενδιαφέρον το πώς έβλεπε αυτά τα γεγονότα ένας "από τους άλλους". Γι' αυτό και θέλησα να μοιραστώ μαζί σου το σχετικό κεφάλαιο από τα Απομνημονεύματά του.
Σημειωτεόν ότι ο συγγραφέας έγραψε τα απομνημονεύματά του αυτά στα Γερμανικά, ενώ στην καθαρεύουσα ελληνική τα μετέφρασε κάποιος Γ. Δ. Μοστράτος.
Εγώ, ζηλεύοντας την περιεκτικότητα της καθαρεύουσας, το γοητευτικό και πομπώδες της ύφος, επέλεξα να μεταγράψω το κείμενο στη χυδαία, απλή και χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτήρα δημοτική.
Α! Μην το ξεχάσω! Η γκιλοτίνα της φωτογραφίας πάνω αριστερά είναι αυτή ακριβώς που μεγαλούργσε στα χρόνια της Βαυαροκρατίας. Κάνοντας κλικ στην εικόνα, θα βρεθείς στη σχετική σελίδα του Εγκληματολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βέβαια, με μια μικρή επιφύλαξη: στο κείμενό μας, ο Νέεζερ μας λέει ότι τα κεφάλια κατέληγαν σε έναν δερμάτινο σάκο, ενώ στην γκιλοτίνα που φυλάσσεται στο Εγκληματολογικό Μουσείο, τα κομμένα κεφάλια κατέληγαν σε ένα κοφίνι. Μικρή διαφορά και ασήμαντη. Τέλος πάντων, ορίστε το κείμενο:
- - - -
Το Μεσολόγγι - Η γκιλοτίνα - Η εκτέλεση - Ο Γάλλος δήμιος
Μάρτης του 1834
Μάρτης του 1834
(Απόσπασμα από το βιβλίο "Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου". Υπό Χριστοφόρου Νεεζερ, Βαυαρού Αξιωματικού. Εκδοθέν εν Κωνσταντινουπολει, τω έτει 1911)
Ο ήλιος έκαιγε με μανία πάνω από τα αμμουδερά παραθαλάσσια τενάγη του Μεσολογγιού. Οι καυτές του ακτίνες προσέλκυαν φυσαλίδες στην επιφάνεια του αρμυρού θαλασσόνερου που συγκεντρωνόταν εδώ κι εκεί, δημιουργώντας μικρές λιμνούλες που σιγά σιγά εξατμίζονταν, αφήνοντας πίσω τους αλάτι. Τα μάτια θάμπωναν από την αντανάκλαση του λαμπερού φωτός του ηλίου πάνω στο αλάτι. Όταν βρισκόμουν σε εκείνο το μέρος με το λόχο μου, μια Κυριακή, κοντά στο μεσημέρι, επικρατούσε απόλυτη νηνεμία: δεν έπνεε καθόλου αεράκι, ούτε απ’ τη μεριά της στεριάς, ούτε από τη λεία σα καθρέφτη θάλασσα. Στα τρία μίλια έξω από τον όρμο έβλεπες μια μεγάλη ελληνική πολεμική γολέτα, με τα πανιά της να κρέμονται χαλαρά και ασάλευτα. Η γολέτα εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει στην διώρυγα της λιμνοθάλασσας ρυμουλκούμενη από την ίδια της τη βάρκα, που την αρματώνανε τέσσερις κωπηλάτες. Ο ήλιος κατηφόριζε γρήγορα κατά τη δύση, όταν επιτέλους η γολέτα έριξε άγκυρα.
Λόγω του ότι ήταν Κυριακή, στην είσοδο της λιμνοθάλασσας υπήρχε μόνο μια πάσσερα. Όλες οι άλλες βάρκες ήσαν δεμένες στις διάσπαρτες στη λιμνοθάλασσα καλύβες των ψαράδων, μέσα στις οποίες αυτοί κοιμούνταν ξαπλωμένοι σε ψάθες. Η μικρή πάσσερα πλησίασε στη πολεμική γολέτα και παρέλαβε έναν αξιωματικό. Κωπηλατώντας γρήγορα, ο βαρκάρης οδήγησε την πάσσερα μέσα από τη σα φίδι διώρυγα, στο Μεσολόγγι. Ο αξιωματικός παρουσιάστηκε αμέσως στον έπαρχο της πόλης, ενώ η είδηση που του μετέφερε συγκλόνισε όλους τους κατοίκους: Εκείνη η γολέτα μετέφερε τη γκιλοτίνα και το δήμιο, για να εκτελεστούν αυτοί που φυλάσσονταν εδώ και εννέα μήνες στις φυλακές της πόλης: Εννέα ληστές που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, επειδή είχαν σκοτώσει πολύ κόσμο και είχαν βασανίσει ακόμα περισσότερο.
Ο λαός δεν μπορούσε να κάνει κάτι εναντίον της θανατικής καταδίκης. Η μέθοδος όμως της εκτέλεσης, τους ενόχλησε πολύ όλους. Θεωρούσαν μεγάλη προσβολή το να πεθάνει κάποιος κατ’ αυτόν τον τρόπο. Χίλιες φορές προτιμότερος ο θάνατος από μπαρούτι και μολύβι. Εκείνη την εποχή οι Έλληνες δεν είχαν ξεκάθαρη άποψη για τους ληστές και τα εγκλήματά τους. Παρόλο που τα εγκλήματα αυτά ήσαν φόνοι και βιαιότητες, ο λαός δεν τους μισούσε, επειδή όχι μόνο δεν πείραζαν τους φτωχούς, αλλά πολλές φορές μάλιστα τους προστατεύανε κι όλας. Ο ληστής δεν φοβόταν μην τον προδώσουν. Την προδοσία την απέτρεπε ο φόβος της φριχτής εκδίκησης όχι μόνο απέναντι στον ίδιο τον προδότη, αλλά και απέναντι σε όλους τους δικούς του. Βέβαια, υπήρχαν και άλλα συμφέροντα που συνέδεαν το λαό και τους ληστές. Σε κάθε συμμορία υπήρχαν συγγενείς και φίλοι των πολιτών. Έτσι, η γκιλοτίνα χαρακτηρίστηκε σα μηχανή για σφάξιμο, ενώ ο θάνατος από αυτήν θεωρήθηκε ο πιο ντροπιαστικός από όλους.
Ο έπαρχος με πάρα πολλή δυσκολία βρήκε κι έστειλε τρεις πάσσερες, για να φέρουν στη στεριά τα κομμάτια της γκιλοτίνας και το Γάλλο δήμιο, που είχε έρθει από τη Μασσαλία, καθώς και τους στρατιώτες που είχαν επιλεγεί από τον λόχο εργατών του Ναυπλίου για να στήσουν την γκιλοτίνα. Κανένας δεν ήθελε να ασχοληθεί μ’ αυτή τη δουλειά.
Μέχρι το βράδυ οι τρεις βάρκες είχαν επιστρέψει, ενώ στην ακτή είχε μαζευτεί πολύς λαός, σπρωγμένος από την περιέργεια, για να δει το ξεφόρτωμα αυτής της σιχαμένης μηχανής. Όταν αποβιβάστηκε ο δήμιος, ακούστηκε ένα υπόκωφο βουητό, ενώ όλοι εύχονταν να γίνει κάτι και να αποτραπεί η εκτέλεση. Ο δήμιος, ένας νεαρός, σχεδόν τριάντα χρονών, με πολύ συμπαθητική φάτσα, πήδηξε αγέρωχα στη στεριά. Η φρουρά μας έφτιαξε έναν προστατευτικό κλοιό γύρω του, γιατί ο κόσμος φαινόταν να έχει απειλητικές διαθέσεις. Ο δήμιος, για να είναι ασφαλής, αναγκάστηκε να κοιμηθεί με την φρουρά. Το επόμενο πρωί του έφεραν καφέ από ένα κοντινό καφενείο, όμως όταν ο καφετζής έμαθε ότι ο καφές που είχε φτιάξει ήταν για τον δήμιο, πέταξε στο χώμα μια κανάτα και την έσπασε.
Την ίδια νύχτα η γκιλοτίνα στήθηκε έξω από την πόλη, στην επίπεδη παραλία, και ήταν έτοιμη να εκπληρώσει την αποστολή της πριν καν ανατείλει ο ήλιος.
Τη Δευτέρα το πρωί, σε όλο το Μεσολόγγι επικρατούσε νεκρική σιγή. Δεν είχε ανοίξει ούτε ένα κατάστημα, ούτε ένα καφενείο, ενώ ακόμα και τα σπίτια των πολιτών ήσαν κατάκλειστα. Στα παράθυρα δεν φαινόταν κανείς. Ο πολυάσχολος -υπό άλλες συνθήκες- ελληνικός λαός είχε εξαφανιστεί από κάθε δρόμο, από κάθε στενό.
Οι αλυσίδες που έδεναν τα χέρια και τα πόδια των ληστών έπρεπε να κοπούν από νωρίς το πρωί. Όμως δεν ήταν δυνατό να βρεθεί ούτε κλειδαράς ούτε σιδεράς για να βγάλει τα καρφιά. Ενώ η εκτέλεση έπρεπε να είχε γίνει ήδη από τις εφτά το πρωί, είχε φτάσει εννιά μέχρι να βρεθεί ένας κλειδαράς από την χωροφυλακή για να βγάλει τις αλυσίδες από τους κατάδικους. Τότε αυτοί δέθηκαν μόνο με σχοινιά και μπήκαν στη μέση ενός τετραγώνου που είχαν σχηματίσει οι στρατιώτες του τάγματός μου. Ο δήμιος και οι δυο του βοηθοί, ένας Ιταλός και ένας Σλάβος, οδηγούσαν τους καταδίκους ανά τρεις, κρατώντας ο κάθε ένας τους από ένα σχοινί. Πουθενά, σε κανέναν δρόμο δεν φαινόταν ψυχή. Το Μεσολόγγι ήταν νεκρό.
Όταν έφτασαν στο σημείο που θα γινόταν η εκτέλεση, ο εισαγγελέας ξαναδιάβασε στους ληστές την καταδικαστική απόφαση, την οποίαν αυτοί την άκουσαν αγέρωχοι, χωρίς να σκύψουν το κεφάλι. Και οι εννιά τους ήσαν ρωμαλέοι νέοι, με άγρια όψη και ατένιζαν άφοβοι τη γκιλοτίνα.
Ο δήμιος προετοιμαζόταν για το έργο του και έλυνε τα σχοινιά του πρώτου καταδικασμένου σε θάνατο ληστή. Όμως εκείνος ξαφνικά όρμηξε πάνω στον δήμιο, ο οποίος, μην περιμένοντας μια τέτοια επίθεση, έχασε σχεδόν την ισορροπία του και αμυνόταν με πολλή δυσκολία. Οι δυο του βοηθοί δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, γιατί κρατούσαν από τα σκοινιά τους άλλους κατάδικους, για να μην μπουν κι αυτοί στον τσακωμό. Τότε ο λοχαγός μας πρόσταξε ένα απόσπασμα να προχωρήσει και να περικυκλώσει τους κατάδικους, χωρίς όμως να τους χτυπήσει. Να τους περιστοιχίσει μόνο με προτεταμένες τις λόγχες. Με αυτό τον τρόπο θα τους ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να βγουν έξω από εκείνον τον κλοιό. Τότε ένας από τους βοηθούς έτρεξε κοντά στο δήμιο και βρίζοντας και βλασφημώντας τον κατάδικο, κατάφεραν οι δυο τους να του κάμψουν την αντίσταση και να τον οδηγήσουν στα σκαλιά του ικριώματος. Εκεί, τον τοποθέτησαν στη κινητή σανίδα, έδεσαν με δύναμη και στέρεα πάνω της το σώμα του και έσπρωξαν τη σανίδα στα ειδικά αυλάκια. Η λεπίδα έπεσε και τ
ο κεφάλι του κύλισε μέσα στο δερμάτινο σάκο. Ο δήμιος στάθηκε καταϊδρωμένος, με το ένα του μανίκι ξεσκισμένο από την πάλη με το ληστή. Όλοι όσοι παρακολουθούσαν το θέαμα, δυσανασχετούσαν. Είχε φτάσει μεσημέρι και έφεραν τον δεύτερο κακούργο. Άντρα ρωμαλέο και ηλιοκαμένο, του οποίου τα μακριά μαλλιά και τα γένια τα κουνούσε άγρια ο άνεμος. Αυτός, δυο φορές έριξε στο χώμα τους βοηθούς. Παρόλο που είχε δεμένα τα χέρια του, τους κλωτσούμε με μεγάλη δεξιότητα, ενώ μπόρεσε να αποφεύγει τις επιθέσεις τους για πολλή ώρα, πηδώντας επιδέξια από δω κι από εκεί. Έπρεπε να περάσει μισή ώρα για να μπορέσει ο δήμιος να τον δέσει στη σανίδα. Με αυτόν τον τρόπο καθυστερούσε όλη η διαδικασία της εκτέλεσης, με μόνους θεατές τους στρατιώτες του τάγματός μας, κάτω από το καυτό φως του ήλιου.
Περίπου την τρίτη ώρα μετά το μεσημέρι, ήρθε η σειρά του τελευταίου, του αρχηγού της συμμορίας, κάποιου ονόματι Πέτρος. Ήταν κοντά στα 40, όχι πολύ άσχημος. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο, αλλά το βλέμμα του βλοσυρό και άφοβο, ενώ το όλο του παράστημα ήταν αγέρωχο και περήφανο. Όταν ο δήμιος και οι πνιγμένοι στον ιδρώτα και καταδαρμένοι βοηθοί του -τόσο δύσκολο ήταν να κάμψουν την αντίσταση τόσων κακούργων, που πάλευαν αντιστεκόμενοι μέχρι την τελευταία στιγμή- άγγιξαν τον λήσταρχο, ο Πέτρος τους απομάκρυνε με μια περήφανη κίνηση. Στράφηκε προς τον εισαγγελέα και του είπε ότι δεν επρόκειτο να αντισταθεί καθόλου, αρκεί να μην τον άγγιζε ούτε στιγμή ο δήμιος, μέχρι να του ρίξει τη λεπίδα. Ο εισαγγελέας μετέφρασε την απαίτηση αυτή του λήσταρχου στον δήμιο στη γλώσσα του και ο λήσταρχος με σταθερό βήμα και με περηφάνια κατευθύνθηκε προς το ικρίωμα. Ανέβηκε αργά αργά τα σκαλοπάτια, έριξε μια ματιά στην λεπίδα που έτρεχε ακόμα πάνω της το αίμα των συντρόφων του, και στήθηκε στη κινητή σανίδα. Βιαστικά οι βοηθοί έδεσαν
το σώμα του στη σανίδα. Μετά, ένα σπρώξιμο και μια αναλαμπή του ήλιου πάνω στη λεπίδα, που κατέβαινε με ορμή. Το κεφάλι, αποκομμένο από το σώμα, βυθίστηκε στο δερμάτινο σάκο. Fiat Justitia!… (Σ.τ.Ζ.Τ.: Εγένετο ή Απενεμήθη Δικαιοσύνη. Λατινικά.)
Στη τελευταία πράξη αυτής της εννιαπλής δημόσιας εκτέλεσης, θαυμάσαμε το ψυχρό θάρρος του ληστή εκείνου απέναντι στο θάνατο, το πώς τον ατένισε με βλέμμα βλοσυρό και ατάραχο. Αλίμονο! Τόση περιφρόνηση για το θάνατο, ταιριάζει μόνο σε αυτούς που αγωνίζονται για κάποιον ανώτερο σκοπό.
Όμως η ηρωική εκείνη στάση είχε και ένα καλό: έκανε το πλήθος που παρακολουθούσε την εκτέλεση να ξεχάσει όλες τις αποτρόπαιες σκηνές που είχαν προηγηθεί από τη θανάτωση του λήσταρχου. «C’ etait un brave!» (Σ.τ.Ζ.Τ.: «Ήταν γενναίος!») είπε ο δήμιος, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του.
Έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη δημόσια εκτέλεση θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Όμως το αποτέλεσμά της ήταν κακό: Το δικαστήριο που επέβαλε την θανατική ποινή δεν κέρδισε καθόλου το σεβασμό του λαού. Επομένως η εκτέλεση, απέτυχε τελείως.
Στο Μεσολόγγι επιστρέψαμε υπό τους ήχους ενός στρατιωτικού εμβατηρίου. Η γκιλοτίνα ξεστήθηκε, και το ίδιο βράδυ ξαναφορτώθηκε με όλη της τη συνοδεία στο πλοίο που την έφερε. Δεν πρόκειται να σβήσει η εικόνα αυτού του θεάματος σε κανενός το μυαλό από όσους το παρακολούθησαν. Κάποιοι από τους στρατιώτες μας, και μάλιστα όχι από τους ευαίσθητους, αναγκάστηκαν να βγουν από τη φάλαγγά τους, γιατί εκείνες οι σφαγές τους έκαναν να αρρωστήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου